εὐνόμημα: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐνόμημα]], τὸ (Α) [[ευνομούμαι]]<br />νόμιμη [[ενέργεια]], ενάρετη [[πράξη]] ( | |mltxt=[[εὐνόμημα]], τὸ (Α) [[ευνομούμαι]]<br />νόμιμη [[ενέργεια]], ενάρετη [[πράξη]] («πᾶν [[κατόρθωμα]] καὶ [[εὐνόμημα]] καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:10, 23 October 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, law-abiding, virtuous action, Chrysipp.Stoic.3.73: pl., Stoic.3.136.
German (Pape)
[Seite 1083] τό, gesetzliche Handlung, Chrysipp. bei Plut. de Stoic. repugn. 15.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action conforme aux lois.
Étymologie: εὐνομέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐνόμημα: τό законное действие Chrysippus ap. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνόμημα: τό, νόμιμος, ἔννομος ἐνέργεια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1041Α, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 192 (κοινῶς εὐνόημα).
Greek Monolingual
εὐνόμημα, τὸ (Α) ευνομούμαι
νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾶν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.).