διαμάω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to cut [[through]], Il., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[scrape]] [[away]], Eur.; Mid., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα to get the [[gravel]] scraped [[away]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to cut [[through]], Il., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[scrape]] [[away]], Eur.; Mid., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα to get the [[gravel]] scraped [[away]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[diffodere]]'', to [[dig through]], [[undermine]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.26.2/ 4.26.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:58, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰμάω Medium diacritics: διαμάω Low diacritics: διαμάω Capitals: ΔΙΑΜΑΩ
Transliteration A: diamáō Transliteration B: diamaō Transliteration C: diamao Beta Code: diama/w

English (LSJ)

fut. -ήσω,
A to cut through, χιτῶνα Il.3.359; λευκὴν παρηΐδα E.El.1023; διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374 (tm.).
II scrape or clear away, δακτύλοις δ. χθόνα E.Ba.709:—also in Med., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Th.4.26; τὴν χιόνα Plb.3.55.6; τὴν ψάμμον J.AJ3.1.3.

Spanish (DGE)

1 rasgar, cortar, ἔγχος ... διάμησε χιτῶνα Il.3.359, Ἰφιγόνης παρηίδα E.El.1023, τόνδε μέσον διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374, Πενθεσίλειαν ... διάμησεν ... Πηλείδης Q.S.1.620, cf. Hsch.s.uu. διαμῆσαι, διάμησε.
2 arañar, escarbar ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα E.Ba.709, τὴν (γῆν) δὲ σκαλίσι τὰς γυναῖκας διαμώσας πλύνειν y las mujeres escarbando (la tierra) con sachos, la lavan Str.3.2.9, cf. Hsch.
en v. med. mismo sent. τὸν κάχληκα Th.4.26, cf. Arr.An.6.26.5, τὴν ... χιόνα Plb.3.55.6, τὴν ψάμμον I.AI 3.10, App.Pun.40, τὴν ἄμμον D.C.Epit.9.23.2, cf. Hsch.
fig. τῶν ναμάτων τὰ διαφανῆ τε καὶ καθαρὰ ... διαμώμενοι Them.Or.21.250b.

German (Pape)

[Seite 589] (s. ἀμάω), durchmähen, durchschneiden, durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα

French (Bailly abrégé)

διαμῶ :
déchirer, creuser.
Étymologie: DELG sans doute διά, ἀμάω « moissonner, couper ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αμάω ook med. stuk scheuren, openkrabben:. διήμησ’ Ἰφιγόνης παρηίδα hij sneed de hals van Iphigone door Eur. El. 1023; ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα met de vingertoppen in de grond graven Eur. Ba. 709.

Russian (Dvoretsky)

διᾰμάω:
1 разрывать, рассекать, разрубать (χιτῶνα Hom.);
2 расцарапывать (παρηΐδα Eur.);
3 разгребать, раскапывать (ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Eur.; med.: τὸν κάχληκα Thuc.; χιόνα Polyb.; ταῖς χερσὶ τὴν γῆν Plut.).

English (Autenrieth)

aor. διάμησε: cut through, Il. 3.359 and Il. 7.253.

Greek Monotonic

διαμάω: μέλ. -ήσω,
1. κόβω πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. σκαλίζω, γρατσουνίζω, διασκάπτω, στον ίδ. — Μέσ., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα, το χαλίκι έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμάω: μέλλ. -ήσω, κόπτω διὰ μέσου, διασχίζω, χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - σκαλίζω, διασκάπτω, δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to cut through, Il., Eur.
2. to scrape away, Eur.; Mid., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα to get the gravel scraped away, Thuc.

Lexicon Thucydideum

diffodere, to dig through, undermine, 4.26.2.