πέτευρον: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=petevron
|Transliteration C=petevron
|Beta Code=pe/teuron
|Beta Code=pe/teuron
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[roost]]ing-[[perch]] for [[fowl]]s, Ar.''Fr.''839, Theoc.13.13, Nic.''Th.''197 (pl.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> generally, [[pole]], [[spar]], [[plank]], Lyc. 884.<br><span class="bld">II</span> [[springboard]], used by tumblers and acrobats, Man.6.444, Epic.in ''Arch.Pap.''7p.5; Lat. [[petaurus]], Juv.14.265, etc., but abl. [[peteuro]] ([[varia lectio|v.l.]] [[petauro]]), Lucil.''Fr.''1298 Marx.<br><span class="bld">2</span> [[platform]], [[stage]], Plb.8.4.8.<br><span class="bld">III</span> [[springe]], [[trap]], ἐπὶ πέτευρον ᾅδου συναντᾷ [[LXX]] ''Pr.''9.18.<br><span class="bld">IV</span> [[public]] [[notice]] [[board]], IG7.235.42 (Oropus, iv B.C.); <b class="b3">π. τῷ λόγῳ</b> (for publication of accounts) ib.11(2).145.44 (Delos, iv B. C.).
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[roosting perch]] for [[fowl]]s, Ar.''Fr.''839, Theoc.13.13, Nic.''Th.''197 (pl.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> generally, [[pole]], [[spar]], [[plank]], Lyc. 884.<br><span class="bld">II</span> [[springboard]], used by [[tumbler]]s and [[acrobat]]s, Man.6.444, Epic.in ''Arch.Pap.''7p.5; Lat. [[petaurus]], Juv.14.265, etc., but abl. [[peteuro]] ([[varia lectio|v.l.]] [[petauro]]), Lucil.''Fr.''1298 Marx.<br><span class="bld">2</span> [[platform]], [[stage]], Plb.8.4.8.<br><span class="bld">III</span> [[springe]], [[trap]], ἐπὶ πέτευρον ᾅδου συναντᾷ [[LXX]] ''Pr.''9.18.<br><span class="bld">IV</span> [[public]] [[notice]] [[board]], IG7.235.42 (Oropus, iv B.C.); <b class="b3">π. τῷ λόγῳ</b> (for [[publication]] of [[account]]s) ib.11(2).145.44 (Delos, iv B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:10, 23 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτευρον Medium diacritics: πέτευρον Low diacritics: πέτευρον Capitals: ΠΕΤΕΥΡΟΝ
Transliteration A: péteuron Transliteration B: peteuron Transliteration C: petevron Beta Code: pe/teuron

English (LSJ)

τό,
A roosting perch for fowls, Ar.Fr.839, Theoc.13.13, Nic.Th.197 (pl.), Hsch.
2 generally, pole, spar, plank, Lyc. 884.
II springboard, used by tumblers and acrobats, Man.6.444, Epic.in Arch.Pap.7p.5; Lat. petaurus, Juv.14.265, etc., but abl. peteuro (v.l. petauro), Lucil.Fr.1298 Marx.
2 platform, stage, Plb.8.4.8.
III springe, trap, ἐπὶ πέτευρον ᾅδου συναντᾷ LXX Pr.9.18.
IV public notice board, IG7.235.42 (Oropus, iv B.C.); π. τῷ λόγῳ (for publication of accounts) ib.11(2).145.44 (Delos, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 605] τό, = πέταυρον; Ar. in Phot. lex.; Theocr. 13, 13; Nic. Th. 197.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέτευρον -ου, τό stok (voor kippen).

Greek Monolingual

το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ
λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές
νεοελλ.
λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση
μσν.-αρχ.
σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες
2. καταπακτή, παγίδα
αρχ.
1. κάθε επίμηκες ξύλο
2. ικρίωμα, εξέδρα
3. κατάστιχο για καταγραφή λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή γραφή της λ. θεωρείται η πέτευρον, ενώ ο τ. πέτ-αυ-ρον απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. καθώς και στις λ. petaura, petaurista τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. πέτευρον / πέταυρον είναι σύνθ. < πετά (άλλος τ. της πρόθεσης πεδά) και τη λ. αὔρα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. πετᾱ(F)ορον, παρλλ. τ. του πεδᾱ(F)ορον, αιολ. και δωρ. τ. του μετέωρον, οπότε η δίφθογγος -ευ- του πέτευρον είτε αποτελεί υπερδιορθωμένη μορφή του -αυ- είτε προέρχεται από την παρλλ. παρουσία τών τ. -ήFορον, -ᾱFορον. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η παρουσία σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. πετά (βλ. πεδά). Τέλος, η άποψη ότι η λ. πέτευρον (< petě-wro) συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του ἄλευρον παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: hen-roost, acrobat's bar, -framework, high platform, public notice-board (Ar. Fr. 839, inscr. IVa, hell.).
Other forms: -αυρον, πέντευρον s. bel.
Derivatives: πετεύρ-ιον n. small notice-board (Erythrae IVa), -ίζομαι to use a π. = to act as an acrobat (Phld.), with -ισμός, -ιστής, -ιστήρ (Plu., Man.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical expression without certain etymology. After Kretschmer KZ 31, 449 from πετα- (= πεδα-, s.v.) and αὔρα air; similar Baunack Phil. 70, 469 and Schwyzer 198 (Schw.-Debr. 498 n. 2; cf. also Prellwitz): from *πετα(Ϝ)ορον as byform of πεδα(Ϝ)ορον = μετέωρον. On the contrary Persson Beitr. 2, 825 n. 7 with Lobeck tries to find connection with πέτομαι (prop. *"instrument to fly"[?]); formation then like ἄλευρον (Benveniste Origines 112). The hesitation ευ: αυ is also diff. interpreted; ευ hypercorrect for αυ (Schwyzer l.c.); from -αϜορον resp. -ηϜορον (Baunack l.c.). -- Lat. LW [loanword] petaurum, -aurista with -auristānus, -aurārius (W.-Hofmann s.v.; there also lit.). -- Pre-Greek Furnée 353; there is also πέντευρον H. (Furnée 291).

Middle Liddell

πέτευρον, ου, τό, = πέταυρον, q.v.]

Frisk Etymology German

πέτευρον: {péteuron}
Forms: (πέταυρον, s. u.)
Grammar: n.
Meaning: ‘Hühnerstange, Akrobatenstange, -gerüst, hohes Gerüst, Anschlagbrett’ (Ar. Fr. 839, Inschr. IVa, hell. u. sp.).
Derivative: Davon πετεύριον n. kleines Anschlagbrett (Erythrae IVa), -ίζομαι ‘ein π. benutzen’ = als Akrobat auftreten (Phld.), mit -ισμός, -ιστής, -ιστήρ (Plu., Man. u.a.).
Etymology: Technischer Ausdruck ohne sichere Etymologie. Nach Kretschmer KZ 31, 449 von πετα- (= πεδα-, s.d.) und αὔρα Luft; ähnlich Baunack Phil. 70, 469 und Schwyzer 198 (Schw.-Debr. 498 A. 2; vgl. auch Prellwitz): aus *πετα(ϝ)ορον als Nebenform von πεδα(ϝ)ορον = μετέωρον. Dagegen sucht Persson Beitr. 2, 825 A. 7 mit Lobeck Anschluß an πέτομαι (eig. *"Flugvorrichtung"[?]); Bildung dann wie ἄλευρον (Benveniste Origines 112). Das Schwanken ευ: αυ wird ebenfalls verschieden beurteilt; ευ hyperkorrekt für αυ (Schwyzer a.O.); aus -αϝορον bzw. -ηϝορον (Baunack a. O.). — Lat. LW petaurum, -aurista mit -auristānus, -aurārius (W.-Hofmann s.v.; daselbst auch Lit.).
Page 2,521