θανατόω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1186.png Seite 1186]] tödten; [[πάντως]] ἐμέ γ' οὐ θανατώσει Aesch. Prom. 1055; τὸ θανατωθὲν ἢ τρωθέν Plat. Legg. IX, 862 c; bes. zum Tode verurtheilen, hinrichten, Her. 1, 113; ὁ τῆς πόλεως κοινὸς [[δήμιος]] θανατωσάτω Plat. Legg. IX, 872 c; ἐθανατώθη ὡς ἀπειθῶν Xen. An. 2, 6, 2; οἱ τεθανατωμένοι Pol. 24, 4, 5; S0., wie Plut. Fab. Max. 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1186.png Seite 1186]] tödten; [[πάντως]] ἐμέ γ' οὐ θανατώσει Aesch. Prom. 1055; τὸ θανατωθὲν ἢ τρωθέν Plat. Legg. IX, 862 c; bes. zum Tode verurtheilen, hinrichten, Her. 1, 113; ὁ τῆς πόλεως κοινὸς [[δήμιος]] θανατωσάτω Plat. Legg. IX, 872 c; ἐθανατώθη ὡς ἀπειθῶν Xen. An. 2, 6, 2; οἱ τεθανατωμένοι Pol. 24, 4, 5; S0., wie Plut. Fab. Max. 9. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θᾰνᾰτόω''': μέλλ. -ώσω, κτλ. - Παθ., μέλλ., -ωθήσομαι, Ἑβδ. Μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας θανατώσοιτο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31· ἀόρ. ἐθανατώθην ὁ αὐτ. Ἀν. 2. 6, 4, Πλάτ.· πρκμ. τεθανάτωμαι Πολύβ. 24. 4, 14. Θανατώνω, [[φονεύω]], [[ἀποκτείνω]], τινὰ Ἡρόδ. 1. 113· [[πάντως]] ἐμέ γ’ οὐ θανατώσει Αἰσχύλ. Πρ. 1053, Ἀντιφῶν 123. 40· ἰδίως ἐπὶ τοῦ δημίου, ὁ τῆς πόλεως κοινὸς [[δήμιος]] θανατωσάτω, Πλάτ. Νόμ. 872C, κτλ. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 768· καὶ μεταφ. ἐν τῷ ἐνεργ., νεκρώνω, Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 13, πρβλ. ζ΄, 4. II. θανατώνω διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, Πλάτ. Νόμ. 868C, 872C. - Παθ., [[αὐτόθι]] 865D· ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ τελῶν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:19, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ώσω A.Pr.1053 (anap.), etc.: pf. τεθανάτωκα Phld. Rh.1.359S.:—Pass., fut. -ωθήσομαι LXX 1 Ki.14.45: fut. Med. in pass.sense θανατώσοιτο X.Cyr.7.5.31: aor.1 ἐθανατώθην Id.An.2.6.4, Pl.Lg.865d: pf. τεθανάτωμαι Plb.23.4.14:—put to death, τινα Hdt.1.113, A.Pr.l.c.; esp. of the public executioner, Pl.Lg.872c, etc.: metaph., τεθανατωκέναι τὰς Ἀθήνας (sc. τοὺς ῥήτορας) Phld.l.c.:— Pass., to be made dead, Ep.Rom.7.4; ὁ -ωθείς the murdered man, Pl. Lg.865d. 2 Pass., of flesh, to be mortified, Hp.Fract.26:—metaph. in Act., mortify, τὰς πράξεις τοῦ σώματος Ep.Rom.8.13. II condemn to death by sentence of law, Antipho 3.3.11, Ev.Matt.26.60:— Pass., X.An.2.6.4; οἱ τεθανατωμένοι those condemned to death, Plb. l.c. III to be fatal, cause death, ὄφεις -οῦντες LXXNu.21.6; μυῖαι -οῦσαι ib.Ec.10.1; νόσος Ph.2.247 (-ῶσαν, -ώσασαν codd.).
German (Pape)
[Seite 1186] tödten; πάντως ἐμέ γ' οὐ θανατώσει Aesch. Prom. 1055; τὸ θανατωθὲν ἢ τρωθέν Plat. Legg. IX, 862 c; bes. zum Tode verurtheilen, hinrichten, Her. 1, 113; ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος θανατωσάτω Plat. Legg. IX, 872 c; ἐθανατώθη ὡς ἀπειθῶν Xen. An. 2, 6, 2; οἱ τεθανατωμένοι Pol. 24, 4, 5; S0., wie Plut. Fab. Max. 9.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτόω: μέλλ. -ώσω, κτλ. - Παθ., μέλλ., -ωθήσομαι, Ἑβδ. Μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας θανατώσοιτο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31· ἀόρ. ἐθανατώθην ὁ αὐτ. Ἀν. 2. 6, 4, Πλάτ.· πρκμ. τεθανάτωμαι Πολύβ. 24. 4, 14. Θανατώνω, φονεύω, ἀποκτείνω, τινὰ Ἡρόδ. 1. 113· πάντως ἐμέ γ’ οὐ θανατώσει Αἰσχύλ. Πρ. 1053, Ἀντιφῶν 123. 40· ἰδίως ἐπὶ τοῦ δημίου, ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος θανατωσάτω, Πλάτ. Νόμ. 872C, κτλ. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 768· καὶ μεταφ. ἐν τῷ ἐνεργ., νεκρώνω, Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 13, πρβλ. ζ΄, 4. II. θανατώνω διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, Πλάτ. Νόμ. 868C, 872C. - Παθ., αὐτόθι 865D· ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ τελῶν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 4.