δημότερος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(13_4) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] p. = [[δημοτικός]]; – 1) Bürger, γυναῖκες Ap. Rh. 1, 738. 3, 606. – 2) gemein, [[Κύπρις]] Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch = [[δημόσιος]]; χρήματα, den ἴδια entgeggstzt, Ep. ad. (IX, 693). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] p. = [[δημοτικός]]; – 1) Bürger, γυναῖκες Ap. Rh. 1, 738. 3, 606. – 2) gemein, [[Κύπρις]] Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch = [[δημόσιος]]; χρήματα, den ἴδια entgeggstzt, Ep. ad. (IX, 693). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δημότερος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[δημοτικός]] ΙΙ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 606. ΙΙ. = [[δημόσιος]], [[κοινός]], [[δημώδης]], [[Κύπρις]] Ἀνθ. Π. 9. 415. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:26, 5 August 2017
English (LSJ)
α, ον, poet. for
A δημοτικός 11, A.R.3.606. II = δημόσιος 1.1, χρήματα AP9.693. III = δημόσιος 1.2, common, vulgar, Κύπρις ib.415.2 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 565] p. = δημοτικός; – 1) Bürger, γυναῖκες Ap. Rh. 1, 738. 3, 606. – 2) gemein, Κύπρις Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch = δημόσιος; χρήματα, den ἴδια entgeggstzt, Ep. ad. (IX, 693).
Greek (Liddell-Scott)
δημότερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ δημοτικός ΙΙ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 606. ΙΙ. = δημόσιος, κοινός, δημώδης, Κύπρις Ἀνθ. Π. 9. 415.