ἀπόλαυσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(13_5)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0310.png Seite 310]] ἡ, der Genuß, Thuc. 2, 38; bes. vom Essen u. Trinken, Ath. I, 6 c; σίτων καὶ ποτῶν Xen. Mem. 2, 1, 33; ἑαυτῶν – ἔχειν Plat. Tim. 83 a; ἀγαθῶν Isocr. 1, 27; öfter bei Sp., wie Luc.; auch = Vergeltung, ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν, zur V. für deine Gestalt, Eur. Hel. 76; – τροφῆς, das Gedeihen der Nahrung, Verdauung, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0310.png Seite 310]] ἡ, der Genuß, Thuc. 2, 38; bes. vom Essen u. Trinken, Ath. I, 6 c; σίτων καὶ ποτῶν Xen. Mem. 2, 1, 33; ἑαυτῶν – ἔχειν Plat. Tim. 83 a; ἀγαθῶν Isocr. 1, 27; öfter bei Sp., wie Luc.; auch = Vergeltung, ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν, zur V. für deine Gestalt, Eur. Hel. 76; – τροφῆς, das Gedeihen der Nahrung, Verdauung, Medic.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπόλαυσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπολαύειν, [[ἀπόλαυσις]] ὡς καὶ νῦν Θουκ. 2. 38. ΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τῆς ἀπολαύσεως, [[ἡδονή]], [[τέρψις]], αἱ ἀπ. αἱ σωματικαὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 23, πρβλ. Ἡθ. Ν. 7. 4, 2· ὁ κατ' ἀπόλαυσιν [[βίος]], ὁ ἐν ἡδοναῖς [[βίος]], ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 5, 9, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν. ἡ ἔκ τινος [[ὠφέλεια]], σίτων καὶ ποτῶν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 33, πρβλ. Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἀγαθῶν Ἰσοκρ. 7Ε· ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (αἰτ. ἀπόλ.), ὡς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν σὴν ὁμοιότητα, Εὐρ. Ἑλ. 77, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1370· ἀπ. ἑαυτῶν ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 83A· ἀπ. ἀδικημάτων, ἡ [[ὠφέλεια]], ὁ [[καρπὸς]] αὐτῶν, Λουκ. Τυρανν. 5.
}}
}}

Revision as of 09:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλαυσις Medium diacritics: ἀπόλαυσις Low diacritics: απόλαυσις Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ
Transliteration A: apólausis Transliteration B: apolausis Transliteration C: apolafsis Beta Code: a)po/lausis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A act of enjoying, fruition, Th.2.38, OGI669.8 (Egypt, i A. D.); ἀ. ἀνεύφραντος Secund.Sent.9.    II result of enjoying, pleasure, αἱ ἀ. αἱ σωματικαί Arist.Pol.1314b28, cf. EN 1148a5, etc.; ὁ κατ' ἀπόλαυσιν βίος a life of pleasure, Id.Top.102b17.    2 c. gen., aduantage got from a thing, σίτων καὶ ποτῶν X.Mem.2.1.33, cf. Hp.VM11; ἀγαθῶν Isoc.1.27; ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (acc. abs.) as a reward for your resemblance, E.Hel.77, cf. HF1370; ἀ. ἑαυτῶν ἔχειν Pl.Ti.83a; ἀ. ἀδικημάτων advantage, fruit of them, Luc.Tyr.5.

German (Pape)

[Seite 310] ἡ, der Genuß, Thuc. 2, 38; bes. vom Essen u. Trinken, Ath. I, 6 c; σίτων καὶ ποτῶν Xen. Mem. 2, 1, 33; ἑαυτῶν – ἔχειν Plat. Tim. 83 a; ἀγαθῶν Isocr. 1, 27; öfter bei Sp., wie Luc.; auch = Vergeltung, ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν, zur V. für deine Gestalt, Eur. Hel. 76; – τροφῆς, das Gedeihen der Nahrung, Verdauung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλαυσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολαύειν, ἀπόλαυσις ὡς καὶ νῦν Θουκ. 2. 38. ΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀπολαύσεως, ἡδονή, τέρψις, αἱ ἀπ. αἱ σωματικαὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 23, πρβλ. Ἡθ. Ν. 7. 4, 2· ὁ κατ' ἀπόλαυσιν βίος, ὁ ἐν ἡδοναῖς βίος, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 5, 9, κτλ. 2) μετὰ γεν. ἡ ἔκ τινος ὠφέλεια, σίτων καὶ ποτῶν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 33, πρβλ. Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἀγαθῶν Ἰσοκρ. 7Ε· ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (αἰτ. ἀπόλ.), ὡς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν σὴν ὁμοιότητα, Εὐρ. Ἑλ. 77, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1370· ἀπ. ἑαυτῶν ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 83A· ἀπ. ἀδικημάτων, ἡ ὠφέλεια, ὁ καρπὸς αὐτῶν, Λουκ. Τυρανν. 5.