ἀναΐσσω: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] att. [[ἀνᾴττω]], auch ohne ι subscr., auf, in die Höhe fahren, sich rasch erheben, πηγαὶ ἀν., sprudeln auf, Iliad. 22, 148; Aesch. Ag. 77; auch mit dem acc., [[ἅρμα]], auf den Wagen springen, Il. 24, 440; [[πήδημα]] τόδ' εὐπετῶς Aesch. Pers. 96, nach Emperius' emend.; λαὸς ἐς ἔριν λόγων Eur. Phoen. 1169, der auch ἀνῇξαν ὀρθοί, Hel. 1616 Bacch. 692, gerade aufspringen, sagt. – Mit dem inf., etwas beginnen, Opp. C. 1, 107. φέβεσθαι. Selten in Prosa, wie Xen. Cyn. 6, 17; Plut. Mar. 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] att. [[ἀνᾴττω]], auch ohne ι subscr., auf, in die Höhe fahren, sich rasch erheben, πηγαὶ ἀν., sprudeln auf, Iliad. 22, 148; Aesch. Ag. 77; auch mit dem acc., [[ἅρμα]], auf den Wagen springen, Il. 24, 440; [[πήδημα]] τόδ' εὐπετῶς Aesch. Pers. 96, nach Emperius' emend.; λαὸς ἐς ἔριν λόγων Eur. Phoen. 1169, der auch ἀνῇξαν ὀρθοί, Hel. 1616 Bacch. 692, gerade aufspringen, sagt. – Mit dem inf., etwas beginnen, Opp. C. 1, 107. φέβεσθαι. Selten in Prosa, wie Xen. Cyn. 6, 17; Plut. Mar. 19. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναΐσσω''': [ᾰνᾱ-], Ἀττ. συνῃρ. ἀνᾴσσω, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ.: [ἴδε [[ἀΐσσω]]). Ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ... υἷες Ἀχαιῶν, «ἀνορμήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 114· ὅτε δή ... ἀναΐξειεν [[Ὀδυσσεύς]], «ἀνορμήσειεν ἀναστὰς» (Σχόλ.), Γ. 216· - ἐπὶ διανοήματος, ὡς δ’ ὅτ’ ἀναΐξῃ (ἄλλ. γρ. ἂν ἀΐξῃ) [[νόος]] ἀνέρος Ο. 80· ἐπὶ πηγῆς, [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] ἀναπέμπηται μεθ’ ὁρμῆς πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω) (ἴδε ἐν λέξ. [[πηγή]]), Χ. 148: - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, ἀναπηδῶν ἐντὸς τοῦ στήθους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 77· ὀρθοὶ δ’ ἀνῇξαν πάντες Εὐρ. Ἑλ. 1600· βωμὸς ἀνᾴσσων, ὀρθούμενος, ὑψούμενος, Πινδ. Ο. 13. 153 (περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 96, ἴδε [[ἀνάσσω]] ἐν τέλ.)· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀναΐσσει [[νόσημα]] Ἱππ. Προγν. 43· ἀνᾴξας, ἐπὶ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 6. 17. 2) μετ’ αἰτ., ἀναΐξας ... ἅρμα καὶ ἵππους, πηδήσας [[ἐπάνω]], διὰ πηδήματος ἀναβάς, Ἰλ. Ω. 440. 3) μετ’ ἀπαρεμ., [[ἀρχίζω]] [[μετὰ]] προθυμίας νὰ πράξω τι, εἰσορμῶ, [[οὕτως]] εἰπεῖν «ῥίχνομαι» κοινῶς, Ὀππ. Κ. 1. 107. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:31, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰνᾱ], Att. contr. ἀνᾴσσω, used also by Pi.:—
A start up, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν Ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν Il.4.114; ὅτε δὴ . . ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς whenever he rose to speak, 3.216; of a spring, gush forth, 22.148: so in later Poets, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων springing fresh within the breast, A.Ag.77 cj. Herm., cf. Pers.96 cj. Brunck; ὀρθοὶ ἀνῇξαν πάντες E.Hel.1600; βωμὸς ἀνᾴσσων an altar rising up, Pi.O.13.107.—Rare in Prose, ἀναΐσσει νόσημα Hp.Prog.19; ἀνᾴξας, of a hare, X.Cyn.6.17. 2 c. acc., ἀναΐξας . . ἅρμα καὶ ἵππους having leapt upon it, Il.24.440. 3 Act., cause to start up, ἀνήϊξεν δὲ φέβεσθαι Opp.C.1.107.
German (Pape)
[Seite 190] att. ἀνᾴττω, auch ohne ι subscr., auf, in die Höhe fahren, sich rasch erheben, πηγαὶ ἀν., sprudeln auf, Iliad. 22, 148; Aesch. Ag. 77; auch mit dem acc., ἅρμα, auf den Wagen springen, Il. 24, 440; πήδημα τόδ' εὐπετῶς Aesch. Pers. 96, nach Emperius' emend.; λαὸς ἐς ἔριν λόγων Eur. Phoen. 1169, der auch ἀνῇξαν ὀρθοί, Hel. 1616 Bacch. 692, gerade aufspringen, sagt. – Mit dem inf., etwas beginnen, Opp. C. 1, 107. φέβεσθαι. Selten in Prosa, wie Xen. Cyn. 6, 17; Plut. Mar. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναΐσσω: [ᾰνᾱ-], Ἀττ. συνῃρ. ἀνᾴσσω, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ.: [ἴδε ἀΐσσω). Ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ... υἷες Ἀχαιῶν, «ἀνορμήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 114· ὅτε δή ... ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς, «ἀνορμήσειεν ἀναστὰς» (Σχόλ.), Γ. 216· - ἐπὶ διανοήματος, ὡς δ’ ὅτ’ ἀναΐξῃ (ἄλλ. γρ. ἂν ἀΐξῃ) νόος ἀνέρος Ο. 80· ἐπὶ πηγῆς, ὅταν τὸ ὕδωρ ἀναπέμπηται μεθ’ ὁρμῆς πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω) (ἴδε ἐν λέξ. πηγή), Χ. 148: - οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, ἀναπηδῶν ἐντὸς τοῦ στήθους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 77· ὀρθοὶ δ’ ἀνῇξαν πάντες Εὐρ. Ἑλ. 1600· βωμὸς ἀνᾴσσων, ὀρθούμενος, ὑψούμενος, Πινδ. Ο. 13. 153 (περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 96, ἴδε ἀνάσσω ἐν τέλ.)· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀναΐσσει νόσημα Ἱππ. Προγν. 43· ἀνᾴξας, ἐπὶ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 6. 17. 2) μετ’ αἰτ., ἀναΐξας ... ἅρμα καὶ ἵππους, πηδήσας ἐπάνω, διὰ πηδήματος ἀναβάς, Ἰλ. Ω. 440. 3) μετ’ ἀπαρεμ., ἀρχίζω μετὰ προθυμίας νὰ πράξω τι, εἰσορμῶ, οὕτως εἰπεῖν «ῥίχνομαι» κοινῶς, Ὀππ. Κ. 1. 107.