Καρχηδών: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(7) |
(6_19) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*karxhdw/n | |Beta Code=*karxhdw/n | ||
|Definition=όνος, ἡ, <span class="title">Carthage</span>, <span class="bibl">Hdt.3.19</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>602</span>:—Adj. Καρχηδόνιος, α, ον, <span class="title">Carthaginian</span>, Hdt. l.c., etc.; Καρχηδονιακός, ή, όν<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span>, κόλπος <span class="bibl">Str.17.3.13</span>.</span> | |Definition=όνος, ἡ, <span class="title">Carthage</span>, <span class="bibl">Hdt.3.19</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>602</span>:—Adj. Καρχηδόνιος, α, ον, <span class="title">Carthaginian</span>, Hdt. l.c., etc.; Καρχηδονιακός, ή, όν<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span>, κόλπος <span class="bibl">Str.17.3.13</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Καρχηδών''': -όνος, ἡ, «[[μητρόπολις]] Λιβύης, διασημοτάτη [[πόλις]], ἀπὸ Καρχηδόνος Φοίνικος» (Στ. Βυζάντ.), Ἡρόδ. 3. 19, Σοφ. Ἀποσπ. 536·―ἐπίθ. Καρχηδόνιος, α, ον, [[αὐτόθι]]· Καρχηδονιακός, ή, όν, Στράβ. 832. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:43, 5 August 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ, Carthage, Hdt.3.19, S.Fr.602:—Adj. Καρχηδόνιος, α, ον, Carthaginian, Hdt. l.c., etc.; Καρχηδονιακός, ή, όν
A, κόλπος Str.17.3.13.
Greek (Liddell-Scott)
Καρχηδών: -όνος, ἡ, «μητρόπολις Λιβύης, διασημοτάτη πόλις, ἀπὸ Καρχηδόνος Φοίνικος» (Στ. Βυζάντ.), Ἡρόδ. 3. 19, Σοφ. Ἀποσπ. 536·―ἐπίθ. Καρχηδόνιος, α, ον, αὐτόθι· Καρχηδονιακός, ή, όν, Στράβ. 832.