εὐεστώ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1066.png Seite 1066]] οῦς, ἡ ([[εἰμί]]), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; [[πόλις]] χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. [[εὐθηνία]], [[εὐδαιμονία]]; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ [[εὐεστώ]]; s. Lob. zu Phryn. p. 466.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1066.png Seite 1066]] οῦς, ἡ ([[εἰμί]]), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; [[πόλις]] χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. [[εὐθηνία]], [[εὐδαιμονία]]; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ [[εὐεστώ]]; s. Lob. zu Phryn. p. 466.
}}
{{ls
|lstext='''εὐεστώ''': -οῦς, ἡ, (εὖ, [[ἐστώ]], ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ [[κατάστασις]], [[ἡσυχία]], [[ἠρεμία]], [[εὐτυχία]], ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. [[ἐστώ]], ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 09:52, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεστώ Medium diacritics: εὐεστώ Low diacritics: ευεστώ Capitals: ΕΥΕΣΤΩ
Transliteration A: euestṓ Transliteration B: euestō Transliteration C: evesto Beta Code: eu)estw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, v. sub εὖ)

   A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85; ἐν εὐ. φίλῃ A.Th.187, Ag.929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib.647, cf. Call.Aet.4.1.7.

German (Pape)

[Seite 1066] οῦς, ἡ (εἰμί), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; πόλις χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. εὐθηνία, εὐδαιμονία; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ εὐεστώ; s. Lob. zu Phryn. p. 466.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεστώ: -οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ κατάστασις, ἡσυχία, ἠρεμία, εὐτυχία, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. ἐστώ, ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.