τερατώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(13_4)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ες, einem Wunder od. einem Vorzeichen ähnlich, wunderbar od. bedeutungsvoll; Ar. Nubb. 363; ἄνθρωποι εἰς σοφίαν τερατώδεις, Plat. Euthyd. 296 e; τὸ τερ., Arist. poet. 14; τὰ τερατώδη καὶ τραγικά, Plut. Thes. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ες, einem Wunder od. einem Vorzeichen ähnlich, wunderbar od. bedeutungsvoll; Ar. Nubb. 363; ἄνθρωποι εἰς σοφίαν τερατώδεις, Plat. Euthyd. 296 e; τὸ τερ., Arist. poet. 14; τὰ τερατώδη καὶ τραγικά, Plut. Thes. 1.
}}
{{ls
|lstext='''τερᾰτώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[τέρας]], προμηνύων τι, [[θαυμάσιος]], [[μέγας]], ὦ γῆ, τοῦ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες Ἀριστοφ. Νεφέλ. 364· [[σοφία]] τ. Ξεν. Ἐπιστ. 1. 8· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, [[οὕτως]] εἰς σοφίαν τερατώδεσιν ἀνθρώποις Πλάτ. Εὐθύδ. 296Ε· τὸ τερατῶδες Ἀριστ. Ποιητ. 14. 4. ΙΙ. ὁ ἔχων μορφὴν ἢ [[σχῆμα]] παρὰ φύσιν, [[ἔκτρωμα]], ([[τέρας]] ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 5, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἀντίθετον τῷ κατὰ φύσιν, [[αὐτόθι]] 1. 17. 9.
}}
}}

Revision as of 09:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτώδης Medium diacritics: τερατώδης Low diacritics: τερατώδης Capitals: ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: teratṓdēs Transliteration B: teratōdēs Transliteration C: teratodis Beta Code: teratw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A portentous, prodigious, Ar.Nu.364; σοφία τ. X. Ep.1; also of men, τ. εἰς σοφίαν Pl.Euthd.296e; τὸ τερατῶδες Arist. Po.1453b9; τ. ἀναπλασμοί Metrod.Herc.831.5, cf. Jul.Or.7.206c.    II monstrous, of strange births (τέρας 11.2), Arist.GA772a36, al., Sor. 2.55; τὰ τ. Phld.Sign.7; τ. ζῴδια, viz. Pisces, Cancer, Scorpio, Capricorn, Cat.Cod.Astr.1.166: Sup., -ωδεστάτη ὄψις Ph.2.99, cf. Phld. Mort.38. Adv. -δῶς, opp. κατὰ φύσιν, Arist.HA496b18, cf. D.S.1.26.

German (Pape)

[Seite 1093] ες, einem Wunder od. einem Vorzeichen ähnlich, wunderbar od. bedeutungsvoll; Ar. Nubb. 363; ἄνθρωποι εἰς σοφίαν τερατώδεις, Plat. Euthyd. 296 e; τὸ τερ., Arist. poet. 14; τὰ τερατώδη καὶ τραγικά, Plut. Thes. 1.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τέρας, προμηνύων τι, θαυμάσιος, μέγας, ὦ γῆ, τοῦ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες Ἀριστοφ. Νεφέλ. 364· σοφία τ. Ξεν. Ἐπιστ. 1. 8· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, οὕτως εἰς σοφίαν τερατώδεσιν ἀνθρώποις Πλάτ. Εὐθύδ. 296Ε· τὸ τερατῶδες Ἀριστ. Ποιητ. 14. 4. ΙΙ. ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα παρὰ φύσιν, ἔκτρωμα, (τέρας ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 5, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἀντίθετον τῷ κατὰ φύσιν, αὐτόθι 1. 17. 9.