νύκτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(13_5)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0267.png Seite 267]] <b class="b2">nächtlich</b>; [[μήνη]], Aesch. Prom. 799; ὀνείρατα, Pers. 172, öfter; [[νύκτερος]] [[Αἴας]] ἀπελωβήθη, in der Nacht, Soph. Ai. 216; νύκτεροι φύλακες, Eur. Rhes. 87, u. öfter in diesem Stück; ᾅδου [[νύκτερος]] ἀνάγκα, Hipp. 1388; sp. D., wie Antp. Sid. 87 (VII, 424).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0267.png Seite 267]] <b class="b2">nächtlich</b>; [[μήνη]], Aesch. Prom. 799; ὀνείρατα, Pers. 172, öfter; [[νύκτερος]] [[Αἴας]] ἀπελωβήθη, in der Nacht, Soph. Ai. 216; νύκτεροι φύλακες, Eur. Rhes. 87, u. öfter in diesem Stück; ᾅδου [[νύκτερος]] ἀνάγκα, Hipp. 1388; sp. D., wie Antp. Sid. 87 (VII, 424).
}}
{{ls
|lstext='''νύκτερος''': -ον, = [[νυκτερινός]], νύκτ. [[μήνη]] Αἰσχύλ. Πρ. 797· ὀνείρατα Πέρσ. 176· ἄστρων ... νυκτέρων [[ὁμήγυρις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 4· [[ναυκληρία]] Σοφ. Ἀποσπ. 151· [[δεῖμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 410· ν. ἀπελωβήθη, διὰ νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 217.
}}
}}

Revision as of 09:54, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύκτερος Medium diacritics: νύκτερος Low diacritics: νύκτερος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΟΣ
Transliteration A: nýkteros Transliteration B: nykteros Transliteration C: nykteros Beta Code: nu/kteros

English (LSJ)

ον,

   A = νυκτερινός, μήνη A.Pr.797 ; ὀνείρατα Id.Pers.176 ; ἄστρων . . νυκτέρων ὁμήγυριν Id.Ag.4 ; ναυκληρία S.Fr.143 ; δεῖμα Id.El.410 ; ν. ἀπελωβήθη by night, Id.Aj.217 (anap.); φύλακες E.Rh.87 : also in late Prose, ν. κοίτη Luc.Am.39 : neut. as Adv., νύκτερον ἀείδουσα Arat.1023.

German (Pape)

[Seite 267] nächtlich; μήνη, Aesch. Prom. 799; ὀνείρατα, Pers. 172, öfter; νύκτερος Αἴας ἀπελωβήθη, in der Nacht, Soph. Ai. 216; νύκτεροι φύλακες, Eur. Rhes. 87, u. öfter in diesem Stück; ᾅδου νύκτερος ἀνάγκα, Hipp. 1388; sp. D., wie Antp. Sid. 87 (VII, 424).

Greek (Liddell-Scott)

νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, νύκτ. μήνη Αἰσχύλ. Πρ. 797· ὀνείρατα Πέρσ. 176· ἄστρων ... νυκτέρων ὁμήγυρις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 4· ναυκληρία Σοφ. Ἀποσπ. 151· δεῖμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 410· ν. ἀπελωβήθη, διὰ νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 217.