μυάω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] (vgl. μύω), nach Schol. Ar. Lys. 126 τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα συνάγειν, die Lippen zusammenbeißen; τί μυᾶτε, Ar. a. a. O., erkl. der Schol. σκαρδαμύττεσθε ἢ μυκτηρίζετε, was verzieht ihr den Mund, od. blinzelt ihr, Ausdruck des Mißbehagens, Unwillens. S. [[μοιμυάω]], [[μοιμύλλω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] (vgl. μύω), nach Schol. Ar. Lys. 126 τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα συνάγειν, die Lippen zusammenbeißen; τί μυᾶτε, Ar. a. a. O., erkl. der Schol. σκαρδαμύττεσθε ἢ μυκτηρίζετε, was verzieht ihr den Mund, od. blinzelt ihr, Ausdruck des Mißbehagens, Unwillens. S. [[μοιμυάω]], [[μοιμύλλω]].
}}
{{ls
|lstext='''μυάω''': (μύω) [[συμπιέζω]] ἢ [[συνάγω]] τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, [[ἔνθα]] ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἐν [[Πολυδ]]. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν [[ἀντί]] μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35.
}}
}}

Revision as of 10:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάω Medium diacritics: μυάω Low diacritics: μυάω Capitals: ΜΥΑΩ
Transliteration A: myáō Transliteration B: myaō Transliteration C: myao Beta Code: mua/w

English (LSJ)

(μύω)

   A compress the lips in sign of displeasure, τί μοι μυᾶτε; Ar.Lys.126 codd., Sch., Suid.; μυᾶτε· σκαρδαμύττετε, Hsch.; cf. μοιμυάω.

German (Pape)

[Seite 213] (vgl. μύω), nach Schol. Ar. Lys. 126 τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα συνάγειν, die Lippen zusammenbeißen; τί μυᾶτε, Ar. a. a. O., erkl. der Schol. σκαρδαμύττεσθε ἢ μυκτηρίζετε, was verzieht ihr den Mund, od. blinzelt ihr, Ausdruck des Mißbehagens, Unwillens. S. μοιμυάω, μοιμύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

μυάω: (μύω) συμπιέζωσυνάγω τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, ἔνθα ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ εἶναι διάφ. γραφ. ἐν Πολυδ. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., ὁπόθεν ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν ἀντί μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35.