ἀλίγκιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(13_1)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0096.png Seite 96]] α, ον, ähnlich, τινί, Hom. zweimal, Il. 6, 401 Od. 8, 174; – Aesch. Pr. 447; öfter bei sp. D.; vgl. [[ἐναλίγκιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0096.png Seite 96]] α, ον, ähnlich, τινί, Hom. zweimal, Il. 6, 401 Od. 8, 174; – Aesch. Pr. 447; öfter bei sp. D.; vgl. [[ἐναλίγκιος]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀλίγκιος''': [ᾰ], -ον, ὁμοιάζων, [[ὅμοιος]]· ἀλ. ἀστέρι καλῶ, Ἰλ. Ζ. 401· ἀλ. ἀθανάτοισιν, Ὀδ. Θ. 174· ἀλ. ἡρώεσσιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6235. 3: - ἀλλὰ τὸ σύνθετον [[ἐναλίγκιος]] [[εἶναι]] συνηθέστερον. - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ἐμπεδ. 138 καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 449, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν. (Ἀναμφιβόλου παραγωγῆς: [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[ἧλιξ]], [[ἡλίκος]]).
}}
}}

Revision as of 10:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίγκιος Medium diacritics: ἀλίγκιος Low diacritics: αλίγκιος Capitals: ΑΛΙΓΚΙΟΣ
Transliteration A: alínkios Transliteration B: alinkios Transliteration C: aligkios Beta Code: a)li/gkios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A resembling, like, ἀ. ἀστέρι καλῳ Il.6.401; ἀ. ἀθανάτοισιν Od.8.174; εἴδεα πᾶσιν ἀ., of paintings, Emp.23.5; σοὶ φυὰν ἀ. B.5.168; ὀνειράτων ἀ. μορφαῖσι A.Pr.449; ἀ. ἡρώεσσιν IG14.1356, cf. Arat.462, A.R.4.966, etc.:—but compd. ἐναλίγκιος is more freq.

German (Pape)

[Seite 96] α, ον, ähnlich, τινί, Hom. zweimal, Il. 6, 401 Od. 8, 174; – Aesch. Pr. 447; öfter bei sp. D.; vgl. ἐναλίγκιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, ὁμοιάζων, ὅμοιος· ἀλ. ἀστέρι καλῶ, Ἰλ. Ζ. 401· ἀλ. ἀθανάτοισιν, Ὀδ. Θ. 174· ἀλ. ἡρώεσσιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6235. 3: - ἀλλὰ τὸ σύνθετον ἐναλίγκιος εἶναι συνηθέστερον. - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ᾿ Ἐμπεδ. 138 καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 449, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν. (Ἀναμφιβόλου παραγωγῆς: ἴσως συγγενὲς τῷ ἧλιξ, ἡλίκος).