σκοτεινός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(13_6b)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] 1) finster, <b class="b2">dunkel</b>; τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων [[βέλος]], Aesch. Ch. 284; νυκτος [[ἅρμα]], 650; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν, Xen. Mem. 4, 3, 4; – auch <b class="b2">blind</b>, Soph. O. R. 1326; σκοτεινὸν [[ὄμμα]], Eur. Alc. 386, vgl. Herc. Fur. 641; – σκοτεινὰ πράττειν, Geheimes, Eur. Suppl. 324. Bei Pind. N. 7, 61, σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, was »heimlicher Tadel« sein müßte, vermuthet Böckh κοτεινόν. – 2) übertr., <b class="b2">unverständlich</b>, von dunkeln Schriftstellern u. ihren Werken; im Ggstz von [[ἐλλόγιμος]] καὶ [[φανός]], Plat. Conv. 197 a; καὶ [[δυσδιερεύνητος]], Rep. IV, 432 c; ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα, VIII, 588 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] 1) finster, <b class="b2">dunkel</b>; τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων [[βέλος]], Aesch. Ch. 284; νυκτος [[ἅρμα]], 650; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν, Xen. Mem. 4, 3, 4; – auch <b class="b2">blind</b>, Soph. O. R. 1326; σκοτεινὸν [[ὄμμα]], Eur. Alc. 386, vgl. Herc. Fur. 641; – σκοτεινὰ πράττειν, Geheimes, Eur. Suppl. 324. Bei Pind. N. 7, 61, σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, was »heimlicher Tadel« sein müßte, vermuthet Böckh κοτεινόν. – 2) übertr., <b class="b2">unverständlich</b>, von dunkeln Schriftstellern u. ihren Werken; im Ggstz von [[ἐλλόγιμος]] καὶ [[φανός]], Plat. Conv. 197 a; καὶ [[δυσδιερεύνητος]], Rep. IV, 432 c; ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα, VIII, 588 d.
}}
{{ls
|lstext='''σκοτεινός''': -ή, -όν, ([[σκότος]]) ὡς τὸ [[σκότιος]]· νυκτὸς ἄρμ’ ἐπείγεται σκ. Αἰσχύλ. Χο. 661· σκ. τῶν ἐνερτέρων [[βέλος]] [[αὐτόθι]] 286· σκ. περιβολαί, ἐπὶ τῆς θήκης ξίφους, Εὐρ. Φοίν. 276· [[τόπος]] Πλάτ. Πολ. 432C· ὁδοὶ Ξεν. Κυν. 6, 5· τὰ σκ. θεάσασθαι Πλάτ. Πολ. 520C· τὰ σκ. καὶ τὰ φανὰ Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· ἀνὰ τὰ σκ. προϊδεῖν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22· - ἐπὶ προσώπων, [[τυφλός]], [[καίπερ]] σκ. Σοφ. Ο. Τ. 1326· σκ. [[ὄμμα]] Εὐρ. Ἄλκ. 385· - τὰ σκοτεινά, αἱ σκοτειναὶ σκιαὶ ἐν εἰκόνι, Πλούτ. 2. 57C· σκοτεινὸν ζῆν, ζῆν ἐν τῷ σκότει, Πλάτ. Νόμ. 781C. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[σκότιος]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ἀντίθετον τῷ [[ἐλλόγιμος]] καὶ φανὸς ([[καλῶς]] γινωσκόμενος), ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α· σκ. καὶ [[δυσδιερεύνητος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432C, [[οὕτως]] ὁ Ἡράκλειτος ἐκαλεῖτο ὁ [[σκοτεινός]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5, Κικ. Fin. 2. 5, 15· σκ. [[προοίμιον]] Αἰσχίν. 32. 41· σκοτ. ἀκοαί, ἀσαφεῖς φῆμαι Πλάτ. Κριτί. 109Ε· σκ. μηχανήματα, μυστικά, ἀπόκρυφα, Εὐρ. Ἀποσπ. 290· ὁρκάναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 611. - Ἐπίρρ., σκοτεινῶς διαλέγεσθαι Πλάτ. Πολ. 558D, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 32. 1· περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 90, ἴδε [[σκοτεινός]].
}}
}}

Revision as of 10:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτεινός Medium diacritics: σκοτεινός Low diacritics: σκοτεινός Capitals: ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ
Transliteration A: skoteinós Transliteration B: skoteinos Transliteration C: skoteinos Beta Code: skoteino/s

English (LSJ)

ή, όν, (σκότος)

   A dark, νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται σ. A.Ch.661; σ. τῶν ἐνερτέρων βέλος ib.285; σ. περιβολαί, of a scabbard, E.Ph.276; [ὁδοί] X.Cyn.6.5; τὰ σ. θεάσασθαι Pl.R.520c; ἀνὰ τὸ σ. προϊδεῖν in the darkness, Th.3.22; of a person, blind, καίπερ σ. S.OT1326; σ. ὄμμα E.Alc.385; τὰ σ. the dark shadows in a picture, X.Mem.3.10.1, Plu.2.57c: neut. as Adv., σκοτεινὸν ζῆν to live in privacy, Pl.Lg. 781c.    II metaph., dark, obscure, opp. ἐλλόγιμος καὶ φανός, Id.Smp.197a; τόπος σ. καὶ δυσδιερεύνητος Id.R.432c; Heraclitus was called ὁ σκοτεινός, Arist.Mu.396b20, Cic.Fin.2.5.15; σ. προοίμιον Aeschin.2.34; σ. ἀκοαί obscure reports, Pl.Criti.109e; σ. μηχανήματα dark, secret, E.Fr.288; ὁρκάναι Id.Ba.611; σκοτεινὸς ὀργήν Trag.Adesp.345, cf. Procop.Arc.1. Adv., -νῶς διαλέγεσθαι Pl.R.558d, cf. D.H.Th.32.    III prob. f.l. for κοτ- in Pi.N.7.61.

German (Pape)

[Seite 905] 1) finster, dunkel; τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων βέλος, Aesch. Ch. 284; νυκτος ἅρμα, 650; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν, Xen. Mem. 4, 3, 4; – auch blind, Soph. O. R. 1326; σκοτεινὸν ὄμμα, Eur. Alc. 386, vgl. Herc. Fur. 641; – σκοτεινὰ πράττειν, Geheimes, Eur. Suppl. 324. Bei Pind. N. 7, 61, σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, was »heimlicher Tadel« sein müßte, vermuthet Böckh κοτεινόν. – 2) übertr., unverständlich, von dunkeln Schriftstellern u. ihren Werken; im Ggstz von ἐλλόγιμος καὶ φανός, Plat. Conv. 197 a; καὶ δυσδιερεύνητος, Rep. IV, 432 c; ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα, VIII, 588 d.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτεινός: -ή, -όν, (σκότος) ὡς τὸ σκότιος· νυκτὸς ἄρμ’ ἐπείγεται σκ. Αἰσχύλ. Χο. 661· σκ. τῶν ἐνερτέρων βέλος αὐτόθι 286· σκ. περιβολαί, ἐπὶ τῆς θήκης ξίφους, Εὐρ. Φοίν. 276· τόπος Πλάτ. Πολ. 432C· ὁδοὶ Ξεν. Κυν. 6, 5· τὰ σκ. θεάσασθαι Πλάτ. Πολ. 520C· τὰ σκ. καὶ τὰ φανὰ Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· ἀνὰ τὰ σκ. προϊδεῖν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22· - ἐπὶ προσώπων, τυφλός, καίπερ σκ. Σοφ. Ο. Τ. 1326· σκ. ὄμμα Εὐρ. Ἄλκ. 385· - τὰ σκοτεινά, αἱ σκοτειναὶ σκιαὶ ἐν εἰκόνι, Πλούτ. 2. 57C· σκοτεινὸν ζῆν, ζῆν ἐν τῷ σκότει, Πλάτ. Νόμ. 781C. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ σκότιος, σκοτεινός, ἀσαφής, ἀντίθετον τῷ ἐλλόγιμος καὶ φανὸς (καλῶς γινωσκόμενος), ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α· σκ. καὶ δυσδιερεύνητος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432C, οὕτως ὁ Ἡράκλειτος ἐκαλεῖτο ὁ σκοτεινός, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5, Κικ. Fin. 2. 5, 15· σκ. προοίμιον Αἰσχίν. 32. 41· σκοτ. ἀκοαί, ἀσαφεῖς φῆμαι Πλάτ. Κριτί. 109Ε· σκ. μηχανήματα, μυστικά, ἀπόκρυφα, Εὐρ. Ἀποσπ. 290· ὁρκάναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 611. - Ἐπίρρ., σκοτεινῶς διαλέγεσθαι Πλάτ. Πολ. 558D, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 32. 1· περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 90, ἴδε σκοτεινός.