Πρίαπος: Difference between revisions
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
(6_23) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*pri/apos | |Beta Code=*pri/apos | ||
|Definition=Ion. Πρίηπος (also written Πρίεπος, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Fr.</span>23</span> J., cf. [[Πριέπιος]]), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">Priapus</b>, <span class="bibl">D.S.4.6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>23.1</span>, <span class="bibl">Paus.9.31.2</span>: pl. <b class="b3">Πρίηποι</b>, like [[Σάτυροι]], <span class="bibl">Mosch.3.27</span>.</span> | |Definition=Ion. Πρίηπος (also written Πρίεπος, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Fr.</span>23</span> J., cf. [[Πριέπιος]]), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">Priapus</b>, <span class="bibl">D.S.4.6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>23.1</span>, <span class="bibl">Paus.9.31.2</span>: pl. <b class="b3">Πρίηποι</b>, like [[Σάτυροι]], <span class="bibl">Mosch.3.27</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Πρίᾱπος''': Ἰων. Πρίηπος, ὁ, Priāpus, ὁ θεὸς τῶν κήπων καὶ ἀμπελώνων καὶ [[καθόλου]] τῶν ἀγρῶν καὶ τοῦ ἀγροτικοῦ βίου, οὗ ἡ [[λατρεία]] ἔλαβεν ἀρχὴν ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις ἐν Λαμψάκῳ καὶ ἐξετάθη καθ’ ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα. Περιγράφεται ὡς υἱὸς τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23. 1, Διόδ. 4. 6, Παυσ. 9. 31, 2· καὶ παρίστατο διὰ προχείρως εἰργασμένου ξοάνου χρησιμεύοντος ὡς ὁρίου τῶν ἀγρῶν κεχρωματισμένου δὲ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος καὶ φέροντος ἐν τῇ χειρὶ [[ῥόπαλον]] ἢ [[κλαδευτήριον]] ἔχοντος δὲ μέγα γεννητικὸν [[μόριον]] ὡς [[σύμβολον]] τῆς γεννητικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, ἴδε Voss. Mythol. Br. 2, σ. 295· οἱ ποιηταὶ ἔχουσι καὶ πληθ. Πρίηποι, ὡς τὸ Σάτυροι, Μόσχ. 3. 27. - Ἐπίθ. Πριάπειος, α, ον, Ἀνθ. 6. 254· Πρ. [[μέτρον]] Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. Πρίηπος (also written Πρίεπος, Arr.Fr.23 J., cf. Πριέπιος), ὁ,
A Priapus, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Paus.9.31.2: pl. Πρίηποι, like Σάτυροι, Mosch.3.27.
Greek (Liddell-Scott)
Πρίᾱπος: Ἰων. Πρίηπος, ὁ, Priāpus, ὁ θεὸς τῶν κήπων καὶ ἀμπελώνων καὶ καθόλου τῶν ἀγρῶν καὶ τοῦ ἀγροτικοῦ βίου, οὗ ἡ λατρεία ἔλαβεν ἀρχὴν ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις ἐν Λαμψάκῳ καὶ ἐξετάθη καθ’ ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα. Περιγράφεται ὡς υἱὸς τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23. 1, Διόδ. 4. 6, Παυσ. 9. 31, 2· καὶ παρίστατο διὰ προχείρως εἰργασμένου ξοάνου χρησιμεύοντος ὡς ὁρίου τῶν ἀγρῶν κεχρωματισμένου δὲ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος καὶ φέροντος ἐν τῇ χειρὶ ῥόπαλον ἢ κλαδευτήριον ἔχοντος δὲ μέγα γεννητικὸν μόριον ὡς σύμβολον τῆς γεννητικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, ἴδε Voss. Mythol. Br. 2, σ. 295· οἱ ποιηταὶ ἔχουσι καὶ πληθ. Πρίηποι, ὡς τὸ Σάτυροι, Μόσχ. 3. 27. - Ἐπίθ. Πριάπειος, α, ον, Ἀνθ. 6. 254· Πρ. μέτρον Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4.