ἐκπεράω: Difference between revisions
(13_6b) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] 1) herausgehen; μελάθρων Eur. Cycl. 512 u. öfter; vgl. πέρασον ἔξω δόμων I. A. 1533. – 2) hindurchgehen, μέγα [[λαῖτμα]], über das Meer fahren, Od. von Schiffen, 9, 323, von Schiffern, 7, 35; vgl. Eur. Andr. 795; ψαμάθοιο στίβον, durchwandern, H. h. Merc. 352; χθόνα Aesch. Prom. 715; χέρσον καὶ θάλασσαν Eum. 231; κλίμακα ποδί, hinaufsteigen, Eur. Phoen. 100; βίον, durchleben, I. A. 18; ὀγδώκοντ' ἔτεα Leon. Tar. 54 (VI, 226); auch ohne acc., φιλοπόνως ἐκπερᾶν, unverdrossen fortwandern, Xen. Cyn. 6, 18; aber κλεινὰς Ἀθήνας ἐκπερᾶν, bis nach Athen hinkommen, Eubul. bei Ath. II, 47 c; – durchdringen, ὀϊστὸς ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ' [[ὀστέον]] ἐξεπέρησεν Il. 13, 652. 16, 346; τὸ [[ἄκρον]] αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν δακτυλίων, das Ende der Stricke soll durchgehen, Xen. Cyn. 10, 2. – 31 hinüberführen, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] 1) herausgehen; μελάθρων Eur. Cycl. 512 u. öfter; vgl. πέρασον ἔξω δόμων I. A. 1533. – 2) hindurchgehen, μέγα [[λαῖτμα]], über das Meer fahren, Od. von Schiffen, 9, 323, von Schiffern, 7, 35; vgl. Eur. Andr. 795; ψαμάθοιο στίβον, durchwandern, H. h. Merc. 352; χθόνα Aesch. Prom. 715; χέρσον καὶ θάλασσαν Eum. 231; κλίμακα ποδί, hinaufsteigen, Eur. Phoen. 100; βίον, durchleben, I. A. 18; ὀγδώκοντ' ἔτεα Leon. Tar. 54 (VI, 226); auch ohne acc., φιλοπόνως ἐκπερᾶν, unverdrossen fortwandern, Xen. Cyn. 6, 18; aber κλεινὰς Ἀθήνας ἐκπερᾶν, bis nach Athen hinkommen, Eubul. bei Ath. II, 47 c; – durchdringen, ὀϊστὸς ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ' [[ὀστέον]] ἐξεπέρησεν Il. 13, 652. 16, 346; τὸ [[ἄκρον]] αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν δακτυλίων, das Ende der Stricke soll durchgehen, Xen. Cyn. 10, 2. – 31 hinüberführen, LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκπεράω''': μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω· - [[διέρχομαι]], περνῶ, [[λαῖτμα]] μέγ’ ἐκπερόωσιν Ὀδ. Η. 35· ἥτ’ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμο Ι. 323· χθόνα Αἰσχ. Πρ. 713· αὐλῶνα [[αὐτόθι]] 731· χέρσον καὶ θάλασσαν ὁ αὐτ. Εὐμ. 240· ἐκπ. βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον, Εὐρ. Ι. Α. 19, πρβλ. [[ἐκπεραίνω]]· [[κῦμα]] συμφορᾶς ὁ αὐτ. Ἱππ. 824. 2) ἀπολ. ἐπὶ βέλους, διαπερῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, διατρυπῶ, ὀϊστὸς ἀντικρὺ... ὑπ’ [[ὀστέον]] ἐξεπέρησεν Ἰλ. Ν. 652, πρβλ. Π. 346, κτλ.· [[πρόειμι]], [[προβαίνω]], Ξεν. Κυν. 6, 18· Ἀθήνας ἐκπερᾶν, εἰς Ἀθήνας, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2. 3) [[μετὰ]] γεν., [[ἀπέρχομαι]] ἢ [[ἐξέρχομαι]] ἔκ τινος, μελάθρων Εὐρ. Κύκλ. 512· ἔξω δόμων ὁ αὐτ. Ι. Α. 1533. ΙΙ. [[φέρω]] ἔξω ἢ [[μακράν]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
(Arc. ἐσ-, v. infr.1.4), Ep. impf.
A ἐκπεράασκε AP9.381:— go out over, pass beyond, λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσιν Od.7.35 ; ἥ τ' ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα 9.323 ; χθόνα A.Pr.713 ; αὐλῶνα ib.731 ; χέρσον καὶ θάλασσαν Id.Eu.240; ἐ. βίον go through life, E.IA18 (anap.) ; ὀγδώκοντ' ἔτεα AP6.226 (Leon.); κῦμα συμφορᾶς E.Hipp.824. 2 abs., of an arrow, pass through, pierce, ὀϊστὸς ἀντικρὺ..ὑπ' ὀστέον ἐξεπέρησεν Il. 13.652, cf. 16.346, etc.; of persons, go forth, X.Cyn.6.18 ; Ἀθήνας to Athens, Eub.10.5. 3 c. gen., go or come out of, μελάθρων E. Cyc.512(lyr.). 4 transgress, ἐσπερᾶσαι πὰρ ἃν λέγῃ ἱεροθύτας IG 5(2).6 (Tegea, iv B.C.). II carry out or away, LXX Nu.11.31.
German (Pape)
[Seite 772] 1) herausgehen; μελάθρων Eur. Cycl. 512 u. öfter; vgl. πέρασον ἔξω δόμων I. A. 1533. – 2) hindurchgehen, μέγα λαῖτμα, über das Meer fahren, Od. von Schiffen, 9, 323, von Schiffern, 7, 35; vgl. Eur. Andr. 795; ψαμάθοιο στίβον, durchwandern, H. h. Merc. 352; χθόνα Aesch. Prom. 715; χέρσον καὶ θάλασσαν Eum. 231; κλίμακα ποδί, hinaufsteigen, Eur. Phoen. 100; βίον, durchleben, I. A. 18; ὀγδώκοντ' ἔτεα Leon. Tar. 54 (VI, 226); auch ohne acc., φιλοπόνως ἐκπερᾶν, unverdrossen fortwandern, Xen. Cyn. 6, 18; aber κλεινὰς Ἀθήνας ἐκπερᾶν, bis nach Athen hinkommen, Eubul. bei Ath. II, 47 c; – durchdringen, ὀϊστὸς ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ' ὀστέον ἐξεπέρησεν Il. 13, 652. 16, 346; τὸ ἄκρον αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν δακτυλίων, das Ende der Stricke soll durchgehen, Xen. Cyn. 10, 2. – 31 hinüberführen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεράω: μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω· - διέρχομαι, περνῶ, λαῖτμα μέγ’ ἐκπερόωσιν Ὀδ. Η. 35· ἥτ’ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμο Ι. 323· χθόνα Αἰσχ. Πρ. 713· αὐλῶνα αὐτόθι 731· χέρσον καὶ θάλασσαν ὁ αὐτ. Εὐμ. 240· ἐκπ. βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον, Εὐρ. Ι. Α. 19, πρβλ. ἐκπεραίνω· κῦμα συμφορᾶς ὁ αὐτ. Ἱππ. 824. 2) ἀπολ. ἐπὶ βέλους, διαπερῶ, διέρχομαι διὰ μέσου, διατρυπῶ, ὀϊστὸς ἀντικρὺ... ὑπ’ ὀστέον ἐξεπέρησεν Ἰλ. Ν. 652, πρβλ. Π. 346, κτλ.· πρόειμι, προβαίνω, Ξεν. Κυν. 6, 18· Ἀθήνας ἐκπερᾶν, εἰς Ἀθήνας, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2. 3) μετὰ γεν., ἀπέρχομαι ἢ ἐξέρχομαι ἔκ τινος, μελάθρων Εὐρ. Κύκλ. 512· ἔξω δόμων ὁ αὐτ. Ι. Α. 1533. ΙΙ. φέρω ἔξω ἢ μακράν, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31).