πρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(13_1)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0701.png Seite 701]] = [[πρίω]], sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0701.png Seite 701]] = [[πρίω]], sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.
}}
{{ls
|lstext='''πρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[πρίω]], [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C [[εἶναι]] πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *[[πρίαμαι]]). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.
}}
}}

Revision as of 10:46, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίζω Medium diacritics: πρίζω Low diacritics: πρίζω Capitals: ΠΡΙΖΩ
Transliteration A: prízō Transliteration B: prizō Transliteration C: prizo Beta Code: pri/zw

English (LSJ)

   A = πρίω, saw, Pl.Thg.124b (s.v.l.), D.S.4.76, Heliod. ap. Orib.47.14.3: impf. ἔπριζον LXXAm.1.3.    II file, ῥίνῃ πρίζειν Gal.12.848.

German (Pape)

[Seite 701] = πρίω, sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.

Greek (Liddell-Scott)

πρίζω: μέλλ. -ίσω, = πρίω, πριονίζω, κόπτω διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C εἶναι πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *πρίαμαι). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.