ἐπινεύω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(13_7_1)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] zunicken, zuwinken, als Zeichen der Bestätigung, ἐμῷ δ' ἐπένευσα [[κάρητι]], mit meinem Haupte nickte ich dazu, mein Versprechen bekräftigend, Il. 15, 75; in tmesi, ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]] 1, 528; c. infin., 9, 616, wie ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pind. I. 7, 45; H. h. Cer. 169 u. 466 u. sp. D.; übh. bejahen, bekräftigen, versprechen, Eur. Or. 284, der auch ᾡ μ' ἐπένευσεν vrbdt, dem sie mich zusagte, Hel. 681; vgl. Theocr. 27, 32 u. Plut. Cat. min. 2; komisch Ἑλληνικὸν ἐπένευσεν, auf hellenisch, Ar. Ach. 115; Ggstz [[ἀνανεύω]], Plat. Rep. I, 351 c; [[μόγις]] πως ἐπενευσάτην, mit Mühe stimmten sie bei, Lys. 222 b; Antiph. 2 β 7 u. sonst; ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι, neben ὁμολογήσας, Aesch. 3, 59; [[ὑπέρ]] τινος, Pol. 21, 3, 3; durch Zunicken einen Wink geben, Xen. Cyr. 5, 5, 37; – von oben her, übh. nicken, κόρυθι ἐπένευε φαείνῃ, mit dem Helmbusch, Il. 22, 314; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr. 22, 186; – sich hinneigen, εἴς τινα, Ar. Equ. 657; von Bergen, πέτραι [[ἠρέμα]] ἐπινενευκυῖαι, überhangend, Luc. Prom. 1, wie Sezt. Emp. Pyrrh. 1, 120 εἰκὼν ἐπινευομένη der ἐξυπτιαζομένη entggstzt ist. – Auch trans., herunterbiegen, Hero.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] zunicken, zuwinken, als Zeichen der Bestätigung, ἐμῷ δ' ἐπένευσα [[κάρητι]], mit meinem Haupte nickte ich dazu, mein Versprechen bekräftigend, Il. 15, 75; in tmesi, ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]] 1, 528; c. infin., 9, 616, wie ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pind. I. 7, 45; H. h. Cer. 169 u. 466 u. sp. D.; übh. bejahen, bekräftigen, versprechen, Eur. Or. 284, der auch ᾡ μ' ἐπένευσεν vrbdt, dem sie mich zusagte, Hel. 681; vgl. Theocr. 27, 32 u. Plut. Cat. min. 2; komisch Ἑλληνικὸν ἐπένευσεν, auf hellenisch, Ar. Ach. 115; Ggstz [[ἀνανεύω]], Plat. Rep. I, 351 c; [[μόγις]] πως ἐπενευσάτην, mit Mühe stimmten sie bei, Lys. 222 b; Antiph. 2 β 7 u. sonst; ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι, neben ὁμολογήσας, Aesch. 3, 59; [[ὑπέρ]] τινος, Pol. 21, 3, 3; durch Zunicken einen Wink geben, Xen. Cyr. 5, 5, 37; – von oben her, übh. nicken, κόρυθι ἐπένευε φαείνῃ, mit dem Helmbusch, Il. 22, 314; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr. 22, 186; – sich hinneigen, εἴς τινα, Ar. Equ. 657; von Bergen, πέτραι [[ἠρέμα]] ἐπινενευκυῖαι, überhangend, Luc. Prom. 1, wie Sezt. Emp. Pyrrh. 1, 120 εἰκὼν ἐπινευομένη der ἐξυπτιαζομένη entggstzt ist. – Auch trans., herunterbiegen, Hero.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπινεύω''': μέλλ. -νεύσω Λουκ. Κρόν. 1. 4· -[[νεύσομαι]] Ἀρισταίν. 2. 1. Νεύω, [[κατανεύω]], κινῶ πρὸς τὰ [[κάτω]] τὴν κεφαλὴν πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ὑποσχέσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνανεύω]], ὥς οἱ ὑπέστην πρῶτον, ἐμῷ δ’ ἐπένευσα κάρητι Ἰλ. Ο. 75· ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]] Α. 528, κτλ.· [[νεύω]] διὰ τῶν βλεφάρων ὡς [[σημεῖον]] συγκαταθέσεως, ὥς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά· τοι δ’ ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Πινδ. Ι. 8 (7). 100· σύ... ἐπένευσας τάδε, ἐπεδοκίμασας, ἐπεκύρωσας τὰς πράξεις ταύτας, Εὐρ. Ὀρ. 284, πρβλ. Δημ. 332. 18· ἐπένευσεν ἀληθὲς [[εἶναι]], ἔνευσεν εἰς [[σημεῖον]] ὅτι ἦτο ἀληθές, Αἰσχίν. 62. 11· σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ... ἐπινεύουσι, δηλοῦσι δὲ τὰ ψευδῆ διὰ τῆς σιωπῆς (ὡς τὸ Λατ. innuere), Δημ. 560. 6· ἀπολ., Ἀντιφῶν 117. 11, κτλ.· Ἑλληνικόν γ’ ἐπένευσαν ἄνδρες οὑτοιί, ἔκαμαν Ἑλληνικὸν [[νεῦμα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 115: - μετ’ αἰτ., ὑπισχνοῦμαι, Πάριν, ᾧ μ’ ἐπένευσαν, Εὐρ. Ἑλ. 681· τι Βάκχ. 1349· ἐπ. σιγῇ τι Δημ. 560. 7· ὑπέρ τινος Πολύβ. 21. 3, 3. 2) [[κάμνω]] [[νεῦμα]] πρὸς ἕτερον διὰ νὰ πράξῃ τι, διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ..., στορέσαι [[λέχος]] Ἰλ. Ι. 620 (616) ἀπολ., Ὀδ. ΙΙ. 164, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 169, 466, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37. 3) [[νεύω]] ἢ [[κλίνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ, «τῷ λαμπρῷ δὲ κράνει παρέκυπτε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 314· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· πέτραι ἐπινενευκυῖαι, ἐπικρεμάμεναι, Λουκ. Προμ. 1: - [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἀντίθετον τῷ ἐξυπτιάζεσθαι, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 120. 4) [[κλίνω]] [[πρός]]..., ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 657.
}}
}}

Revision as of 10:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινεύω Medium diacritics: ἐπινεύω Low diacritics: επινεύω Capitals: ΕΠΙΝΕΥΩ
Transliteration A: epineúō Transliteration B: epineuō Transliteration C: epineyo Beta Code: e)pineu/w

English (LSJ)

fut.

   A -νεύσω Luc.Sat.4, -νεύσομαι Aristaenet.2.1:—nod to, in token of command or approval, nod assent, opp. ἀνανεύω, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι Il.15.75; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων 1.528, etc.; ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pi.I.8(7).49; σὺ . . ἐπένευσας τάδε did'st approve, sanction these acts, E.Or.284, cf. D.18.324; ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι he nodded in sign that it was true,Aeschin.3.59; σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ . . ἐπινεύουσι they indicate falsehoods without speaking, D.21.139: abs., Antipho 2.2.7; Ἑλληνικὸν ἐ. give a Greek nod, Ar.Ach.115: c. acc., grant or promise, τινά τινι E.Hel.681 (lyr.); τι Id.Ba.1349; ὑπέρ τινος Plb.21.5.3: c. dat., ἐ. τῇ δεήσει τινός PGiss. 1.41 ii 9 (ii A.D.): c. dat. pers., ἐ. τισὶ δεομένοις SIG888.13 (Macedonia, iii A.D.): c. dat. pers. et inf., permit, κῴδια ἐ. ἡμῖν ἐργάζεσθαι PPetr.2p.108(iii B.C.).    2. make a sign to another to do a thing, order him to do, c. inf., ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ . . στορέσαι λέχος Il.9.620:abs., Od.16.164(tm.), h.Cer.169,466, X.Cyr.5.5.37.    3. nod forwards, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ he nodded with his helmet, i.e.it nodded, Il.22.314; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theoc.22.186; ἐ. ἐς τὸ κάταντες Luc.DDeor.25.2; πέτραι ἐπινενευκυῖαι overhanging, Id.Prom.1.    4. incline towards, εἴς τινα Ar.Eq.657.    5. roll down an inclined plane, Hero Aut.2.1.    6. trans., elevate, point upwards, Id.Bel.78.8, 89.14:—Pass., to be inclined downwards, opp. ἐξυπτιάζεσθαι, S.E. P.1.120.    b. tilt, [κεράμιον] Gp.7.9.    7. ἐπινενευκὼς σφυγμός, name coined by Archigenes, Gal.8.479.

German (Pape)

[Seite 965] zunicken, zuwinken, als Zeichen der Bestätigung, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι, mit meinem Haupte nickte ich dazu, mein Versprechen bekräftigend, Il. 15, 75; in tmesi, ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων 1, 528; c. infin., 9, 616, wie ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pind. I. 7, 45; H. h. Cer. 169 u. 466 u. sp. D.; übh. bejahen, bekräftigen, versprechen, Eur. Or. 284, der auch ᾡ μ' ἐπένευσεν vrbdt, dem sie mich zusagte, Hel. 681; vgl. Theocr. 27, 32 u. Plut. Cat. min. 2; komisch Ἑλληνικὸν ἐπένευσεν, auf hellenisch, Ar. Ach. 115; Ggstz ἀνανεύω, Plat. Rep. I, 351 c; μόγις πως ἐπενευσάτην, mit Mühe stimmten sie bei, Lys. 222 b; Antiph. 2 β 7 u. sonst; ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι, neben ὁμολογήσας, Aesch. 3, 59; ὑπέρ τινος, Pol. 21, 3, 3; durch Zunicken einen Wink geben, Xen. Cyr. 5, 5, 37; – von oben her, übh. nicken, κόρυθι ἐπένευε φαείνῃ, mit dem Helmbusch, Il. 22, 314; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr. 22, 186; – sich hinneigen, εἴς τινα, Ar. Equ. 657; von Bergen, πέτραι ἠρέμα ἐπινενευκυῖαι, überhangend, Luc. Prom. 1, wie Sezt. Emp. Pyrrh. 1, 120 εἰκὼν ἐπινευομένη der ἐξυπτιαζομένη entggstzt ist. – Auch trans., herunterbiegen, Hero.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινεύω: μέλλ. -νεύσω Λουκ. Κρόν. 1. 4· -νεύσομαι Ἀρισταίν. 2. 1. Νεύω, κατανεύω, κινῶ πρὸς τὰ κάτω τὴν κεφαλὴν πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ὑποσχέσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνανεύω, ὥς οἱ ὑπέστην πρῶτον, ἐμῷ δ’ ἐπένευσα κάρητι Ἰλ. Ο. 75· ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων Α. 528, κτλ.· νεύω διὰ τῶν βλεφάρων ὡς σημεῖον συγκαταθέσεως, ὥς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά· τοι δ’ ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Πινδ. Ι. 8 (7). 100· σύ... ἐπένευσας τάδε, ἐπεδοκίμασας, ἐπεκύρωσας τὰς πράξεις ταύτας, Εὐρ. Ὀρ. 284, πρβλ. Δημ. 332. 18· ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι, ἔνευσεν εἰς σημεῖον ὅτι ἦτο ἀληθές, Αἰσχίν. 62. 11· σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ... ἐπινεύουσι, δηλοῦσι δὲ τὰ ψευδῆ διὰ τῆς σιωπῆς (ὡς τὸ Λατ. innuere), Δημ. 560. 6· ἀπολ., Ἀντιφῶν 117. 11, κτλ.· Ἑλληνικόν γ’ ἐπένευσαν ἄνδρες οὑτοιί, ἔκαμαν Ἑλληνικὸν νεῦμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 115: - μετ’ αἰτ., ὑπισχνοῦμαι, Πάριν, ᾧ μ’ ἐπένευσαν, Εὐρ. Ἑλ. 681· τι Βάκχ. 1349· ἐπ. σιγῇ τι Δημ. 560. 7· ὑπέρ τινος Πολύβ. 21. 3, 3. 2) κάμνω νεῦμα πρὸς ἕτερον διὰ νὰ πράξῃ τι, διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ..., στορέσαι λέχος Ἰλ. Ι. 620 (616) ἀπολ., Ὀδ. ΙΙ. 164, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 169, 466, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37. 3) νεύωκλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ, «τῷ λαμπρῷ δὲ κράνει παρέκυπτε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 314· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· πέτραι ἐπινενευκυῖαι, ἐπικρεμάμεναι, Λουκ. Προμ. 1: - οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἀντίθετον τῷ ἐξυπτιάζεσθαι, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 120. 4) κλίνω πρός..., ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ πάλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 657.