παρασπάω: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(13_5) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] ([[σπάω]]), verziehen, bei Seite ziehen, wegreißen; [[ἡνιοστρόφος]] ἔξω παρασπᾷ, Soph. El. 732; übertr., οὐ γάρ σε πρὸς βίαν παρασπάσει γνώμης, O. C. 1185; τῶν Αἰολίδων [[πόλεων]] παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου, Xen. Hell. 4, 8, 33, von ihm abziehen, zum Abfall von ihm bewegen; τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι τῶν ὅλων πραγμάτων, Dem. 1, 3; Pol. 18, 34, 5 u. A.; auch mit dem bloßen gen., Plat. Soph. 241 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] ([[σπάω]]), verziehen, bei Seite ziehen, wegreißen; [[ἡνιοστρόφος]] ἔξω παρασπᾷ, Soph. El. 732; übertr., οὐ γάρ σε πρὸς βίαν παρασπάσει γνώμης, O. C. 1185; τῶν Αἰολίδων [[πόλεων]] παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου, Xen. Hell. 4, 8, 33, von ihm abziehen, zum Abfall von ihm bewegen; τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι τῶν ὅλων πραγμάτων, Dem. 1, 3; Pol. 18, 34, 5 u. A.; auch mit dem bloßen gen., Plat. Soph. 241 c. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρασπάω''': μέλλ. -άσω [ᾰ], [[σύρω]] μεθ’ ὁρμῆς πλαγίως, κατὰ [[μέρος]], ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς Σοφ. Ἠλ. 732· τὸ παρασπώμενον = [[παρασπάς]], Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3· μεταφορ., π. τινα γνώμης πρὸς βίαν Σοφ. Ο. Κ. 1185· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, ὃ ἐστί, [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἀδίκους (πρβλ. [[ἀδάκρυτος]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 792· - Μέσ., παρασπῶμαί τινά τινος, ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος πρὸς ἐμαυτόν, παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 8, 33, πρβλ. Δημ. 10. 6· π. λόγου, ἀποσπῶ ἐξ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Σοφιστ. 241C ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς αὐτοπαθές, ἀποσπῶ ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀποσύρομαι). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
fut. -άσω [σπᾰ] S. OC1185 :—
A draw forcibly aside, wrest aside, Id.El.732 ; τὸ παρασπώμενον, = παρασπάς, Thphr.HP2.1.3 : metaph., τινὰ πρὸς βίαν π. γνώμης S.OCl.c. ; ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, i.e. ὥστε εἶναι ἀδίκους (cf. ἀδάκρυτος) Id.Ant.792 (lyr.) ; κρίσιν Phld.Rh.1.174 S. :—Med., παρασπᾶσθαί τινά τινος detach him from another's side to one's own, X.HG 4.8.33, cf. D.1.3 ; π. λόγου detract from an argument, Pl.Sph.241c ; μαντικῆς ἴχνος παρεσπάσατο Iamb.Myst.3.27 :—Pass., παρεσπασμένος pulled away, of a circle viewed obliquely, Euc.Opt.36. II cull for oneself, Iamb.VP1.1.
German (Pape)
[Seite 499] (σπάω), verziehen, bei Seite ziehen, wegreißen; ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ, Soph. El. 732; übertr., οὐ γάρ σε πρὸς βίαν παρασπάσει γνώμης, O. C. 1185; τῶν Αἰολίδων πόλεων παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου, Xen. Hell. 4, 8, 33, von ihm abziehen, zum Abfall von ihm bewegen; τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι τῶν ὅλων πραγμάτων, Dem. 1, 3; Pol. 18, 34, 5 u. A.; auch mit dem bloßen gen., Plat. Soph. 241 c.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], σύρω μεθ’ ὁρμῆς πλαγίως, κατὰ μέρος, ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς Σοφ. Ἠλ. 732· τὸ παρασπώμενον = παρασπάς, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3· μεταφορ., π. τινα γνώμης πρὸς βίαν Σοφ. Ο. Κ. 1185· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, ὃ ἐστί, ὥστε εἶναι ἀδίκους (πρβλ. ἀδάκρυτος), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 792· - Μέσ., παρασπῶμαί τινά τινος, ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος πρὸς ἐμαυτόν, παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 8, 33, πρβλ. Δημ. 10. 6· π. λόγου, ἀποσπῶ ἐξ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Σοφιστ. 241C (ἔνθα ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς αὐτοπαθές, ἀποσπῶ ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀποσύρομαι).