τευτάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1101.png Seite 1101]] statt [[ταὐτάζω]], eines und dasselbe sagen od. thun, sich fortwährend womit beschäftigen; Pherecrat. bei Phot.; [[περί]] τι, Plat. Phil. 59 e; γυμναστικὴ περὶ γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον τετεύτακε, Rep. VII, 521 c, wo früher falsch τέτευχε stand; τῷ περὶ τὰς ἐπιθυμίας τετευτακότι, Tim. 90 b; vgl. Luc. Lexiph. 21; Sp. auch im med., wie Themist.; vgl. Bast epist. crit. p. 152.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1101.png Seite 1101]] statt [[ταὐτάζω]], eines und dasselbe sagen od. thun, sich fortwährend womit beschäftigen; Pherecrat. bei Phot.; [[περί]] τι, Plat. Phil. 59 e; γυμναστικὴ περὶ γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον τετεύτακε, Rep. VII, 521 c, wo früher falsch τέτευχε stand; τῷ περὶ τὰς ἐπιθυμίας τετευτακότι, Tim. 90 b; vgl. Luc. Lexiph. 21; Sp. auch im med., wie Themist.; vgl. Bast epist. crit. p. 152.
}}
{{ls
|lstext='''τευτάζω''': μέλλ. -άσω, πρκμ. τετεύτακα Πλάτ. Πολ. 521E. ταυτάζω, [[λέγω]] ἢ [[πράττω]] τὰ αὐτά, τ. [[περί]] τι, [[ἐνδιατρίβω]] ἢ καταγίνομαι εἴς τι, συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἀσχολοῦμαι ἀποκλειστικῶς εἴς τι, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φίληβ. 56E, Τίμ. 90Β, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.· ὡς τὰ ῥήματα διατρίβειν, σπουδάζειν, πραγματεύεσθαι· - ἀπολ., ἀσχολοῦμαι, καταγίνομαι εἴς τι [[μετὰ]] σπουδῆς, πάντες δὲ τευτάζουσιν οἱ διάκονοι Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 10, πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ξαντρίαις» 2· - μετ’ ἀπαρ., [[παραγγέλλω]] ἢ διατάττω τινὰ ἐπανειλημμένως νὰ πράξῃ τι, Φέρεκρ. ἐν Ἀδήλ. 55· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μύσταις» 1, Λουκ. Λεξιφ. 21, Θεμίστ.: - Περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἴδε τὰς ἑρμηνείας τοῦ Σουΐδ. καὶ Φωτίου ἐν λ. τευτάζειν, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. τευτάζει καὶ τευτασμός. - Τό οὐσιαστ. τευτασμός, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει αὐτό: «σηραγγεία». Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 181.
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευτάζω Medium diacritics: τευτάζω Low diacritics: τευτάζω Capitals: ΤΕΥΤΑΖΩ
Transliteration A: teutázō Transliteration B: teutazō Transliteration C: teftazo Beta Code: teuta/zw

English (LSJ)

pf.

   A τετεύτακα Pl.R.521e:—τ. περί τι to be employed upon, engaged in, concerned with a thing, Pl. l.c., Phlb.56e, Ti.90b: abs., to be busy, bustling, Telecl.36, Pl.Com.89 (anap.): c. inf., bid or order one repeatedly to do a thing, Pherecr.184 (anap.):- also Med., Phryn.Com.36, Luc.Lex.21, cj. in Them.Or.13.161c.

German (Pape)

[Seite 1101] statt ταὐτάζω, eines und dasselbe sagen od. thun, sich fortwährend womit beschäftigen; Pherecrat. bei Phot.; περί τι, Plat. Phil. 59 e; γυμναστικὴ περὶ γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον τετεύτακε, Rep. VII, 521 c, wo früher falsch τέτευχε stand; τῷ περὶ τὰς ἐπιθυμίας τετευτακότι, Tim. 90 b; vgl. Luc. Lexiph. 21; Sp. auch im med., wie Themist.; vgl. Bast epist. crit. p. 152.

Greek (Liddell-Scott)

τευτάζω: μέλλ. -άσω, πρκμ. τετεύτακα Πλάτ. Πολ. 521E. ταυτάζω, λέγωπράττω τὰ αὐτά, τ. περί τι, ἐνδιατρίβω ἢ καταγίνομαι εἴς τι, συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἀσχολοῦμαι ἀποκλειστικῶς εἴς τι, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φίληβ. 56E, Τίμ. 90Β, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.· ὡς τὰ ῥήματα διατρίβειν, σπουδάζειν, πραγματεύεσθαι· - ἀπολ., ἀσχολοῦμαι, καταγίνομαι εἴς τι μετὰ σπουδῆς, πάντες δὲ τευτάζουσιν οἱ διάκονοι Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 10, πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ξαντρίαις» 2· - μετ’ ἀπαρ., παραγγέλλω ἢ διατάττω τινὰ ἐπανειλημμένως νὰ πράξῃ τι, Φέρεκρ. ἐν Ἀδήλ. 55· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μύσταις» 1, Λουκ. Λεξιφ. 21, Θεμίστ.: - Περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἴδε τὰς ἑρμηνείας τοῦ Σουΐδ. καὶ Φωτίου ἐν λ. τευτάζειν, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. τευτάζει καὶ τευτασμός. - Τό οὐσιαστ. τευτασμός, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ὅστις ἑρμηνεύει αὐτό: «σηραγγεία». Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 181.