3,274,399
edits
(c2) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] τό, eine Pflanze, Diosc., auch [[ἱππόφαιστον]], Theophr., u. [[ἱππόφεως]], ω, ὁ, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] τό, eine Pflanze, Diosc., auch [[ἱππόφαιστον]], Theophr., u. [[ἱππόφεως]], ω, ὁ, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱπποφᾰές''': έος, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ, Euphorbia spinosa (Sprengel), δι’ οὗ οἱ ἀρχαῖοι ἔκναπτον τὰ ἱμάτια, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 2. σ. 42, Διοσκ. 4. 159 (162) κτλ. - Παρ’ Ἱππ. εὑρίσκομεν γεν. ἱπποφαέως, 539. 18., 546. 5 καὶ 47, κτλ.· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ἱππόφεω, ἐκ τοῦ ἱππόφεως, ὁ, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 2, καὶ Γαλην. Τὸ φυτὸν ἱππόφαιστον, τό, ἦτο [[ἴσως]] [[ἄλλο]] [[εἶδος]], Διοσκ. 4. 163, Πλίν. 27. 66, πρβλ. Ruf. σ. 26 Matth. - Ὡσαύτως ἐκαλεῖτο ἱπποφανὲς καὶ ἱπποφυὲς καὶ ἐχίνιον Διοσκ. (Νόθ). 159 (162). | |||
}} | }} |