παρασύρω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασύρω''': [υ], ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ὁρμητικοῦ ῥεύματος, παραφέρω, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ’ ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς [[δρῦς]] κτλ., παρασύρων τὰς [[δρῦς]] ἐκ τῶν θέσεων αὐτῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· τοῦ ῥεύματος ἡ [[ὀξύτης]] πολλοὺς ... παρέσυρε Διόδ. 17. 55· ἐπὶ ῥητόρων, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς ... ἅπαντα ... π. Λογγῖν. 32. 33· - οἱ παρασεσυρμένοι = ὑποσκελισμένοι, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἡσύχ. - Παθ., ἀόρ. παρεσύρην [ῠ], πρόσγειοι Ἄννα Κομν. 2. 346, 3· π. ὑπὸ τῶν ὅπλων Θεμίστ. 93C· μεταφορ., ἐκ λήθης π. Τζέτζ. Ἱστ. 9. 751. 2) ταρσοὺς [[παρασύρω]], [[παρασύρω]] τὰς κώπας πλοίου παρερχόμενος παρ’ αὐτὸ [[μέχρι]] ψαύσεως, Πολύβ. 16. 4, 14, Διόδ. 13. 16, κ. ἀλλ.: ἀμετάβ., ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου π., [[ἐπιψαύω]] πλαγίως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902. 3) [[ἁρπάζω]] καὶ [[φεύγω]], [[κλέπτω]], ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε περασύρας [[κρέας]] Σοφ. Ἀποσπ. 890. - Μέσ., λείαν παρεσύραντο Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 162. 4) π. [[ἔπος]], [[παρεισάγω]] λέξιν τινά, μεταχειρίζομαι αὐτὴν ἀτόπως καὶ ἀκαίρως, Αἰσχύλ. Πρ. 1065. 5) = [[σύρω]], παρασύρειν εἰς τὰ κριτήρια (= δικαστήρια) τινὰ Πάπυρ. Βερολ. 613, 3.
|lstext='''παρασύρω''': [υ], ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ὁρμητικοῦ ῥεύματος, παραφέρω, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ’ ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς [[δρῦς]] κτλ., παρασύρων τὰς [[δρῦς]] ἐκ τῶν θέσεων αὐτῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· τοῦ ῥεύματος ἡ [[ὀξύτης]] πολλοὺς ... παρέσυρε Διόδ. 17. 55· ἐπὶ ῥητόρων, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς ... ἅπαντα ... π. Λογγῖν. 32. 33· - οἱ παρασεσυρμένοι = ὑποσκελισμένοι, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἡσύχ. - Παθ., ἀόρ. παρεσύρην [ῠ], πρόσγειοι Ἄννα Κομν. 2. 346, 3· π. ὑπὸ τῶν ὅπλων Θεμίστ. 93C· μεταφορ., ἐκ λήθης π. Τζέτζ. Ἱστ. 9. 751. 2) ταρσοὺς [[παρασύρω]], [[παρασύρω]] τὰς κώπας πλοίου παρερχόμενος παρ’ αὐτὸ [[μέχρι]] ψαύσεως, Πολύβ. 16. 4, 14, Διόδ. 13. 16, κ. ἀλλ.: ἀμετάβ., ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου π., [[ἐπιψαύω]] πλαγίως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902. 3) [[ἁρπάζω]] καὶ [[φεύγω]], [[κλέπτω]], ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε περασύρας [[κρέας]] Σοφ. Ἀποσπ. 890. - Μέσ., λείαν παρεσύραντο Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 162. 4) π. [[ἔπος]], [[παρεισάγω]] λέξιν τινά, μεταχειρίζομαι αὐτὴν ἀτόπως καὶ ἀκαίρως, Αἰσχύλ. Πρ. 1065. 5) = [[σύρω]], παρασύρειν εἰς τὰ κριτήρια (= δικαστήρια) τινὰ Πάπυρ. Βερολ. 613, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> παρέσυρα, <i>Pass. ao.2</i> παρεσύρην, <i>pf.</i> παρασέσυρμαι;<br /><b>1</b> tirer de côté, emporter avec soi (dans son cours);<br /><b>2</b> tirer (par les cheveux) ; introduire par violence <i>ou</i> sans raison.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σύρω]].
}}
}}

Revision as of 18:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασύρω Medium diacritics: παρασύρω Low diacritics: παρασύρω Capitals: ΠΑΡΑΣΥΡΩ
Transliteration A: parasýrō Transliteration B: parasyrō Transliteration C: parasyro Beta Code: parasu/rw

English (LSJ)

[ῡ], fut.

   A -σῠρῶ Hsch. :—Pass., pf. παρασέσυρμαι and aor. 2 παρεσύρην [ῠ] (v. infr.) :—sweep away, carry away, of a rapid stream, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς κτλ. sweeping the oaks from their stations, Ar.Eq.527 ; τοῦ ῥεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς . . παρέσυρε D.S.17.55 : metaph., of orators, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς . . ἅπαντα . . π. Longin.32.4 :— Pass., to be swept away, τῇ τοῦ κατακλυσμοῦ φορᾷ Ph.1.223 : metaph., εἰς ἑτέραν παρασύρεσθαι τέχνην Chor.Lyd. 17(21), cf. Anon. in EN418.21 ; π. ὑπὸ τῶν ὅπλων to be swept into rebellion, Them.Or.7.93c ; ἐκ λήθης π. Tz.H.9.751.    2 π. τῶν νεῶν τοὺς ταρσούς sweep off the oars of the ships by brushing past them, Plb. 16.4.14, cf. D.S.13.16 (Pass.) : intr., τὰ ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου παρασύραντα βέλεα grazing it obliquely, Hp.VC11.    3 snatch away, ἴκτινος π. κρέας S.Fr. 767.    4 π. ἔπος drag a word in, use it out of time and place, A.Pr. 1065(anap.).    5 generally, drag, hale, τινὰ εἰς τὰ κριτήρια Mitteis Chr.89.22 (ii A.D.).    6 drag out, τὸν λοιπὸν χρόνον Lyd.Mag.3.67.    7 ridicule, παρώφθη καὶ παρεσύρη Ph. 2.566 :—Med., παιδιὰς παρασεσυρμένας mocking, ib.570.    8 Pass., in Geom., glide, slide along the circumference of a curve, Procl.Hyp.4.4,34.    9 παρασεσυρμένοι, = ὑπεσκελισμένοι, of wrestlers, Hsch.

German (Pape)

[Seite 501] daneben, dabei, an der Seite ziehen, ἔπος, ein nicht zur Sache gehöriges Wort herbeiziehen, Aesch. Prom. 1067; – mit fortreißen, vom Strome, D. Sic. 17, 55, wie Ar. Equ. 527 übertr. sagt Κρατίνου, ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς; Pol. κατὰ τοὺς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσούς, 16, 4, 14; D. Sic. 11, 18. 20.

Greek (Liddell-Scott)

παρασύρω: [υ], ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ὁρμητικοῦ ῥεύματος, παραφέρω, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ’ ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς κτλ., παρασύρων τὰς δρῦς ἐκ τῶν θέσεων αὐτῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· τοῦ ῥεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς ... παρέσυρε Διόδ. 17. 55· ἐπὶ ῥητόρων, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς ... ἅπαντα ... π. Λογγῖν. 32. 33· - οἱ παρασεσυρμένοι = ὑποσκελισμένοι, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἡσύχ. - Παθ., ἀόρ. παρεσύρην [ῠ], πρόσγειοι Ἄννα Κομν. 2. 346, 3· π. ὑπὸ τῶν ὅπλων Θεμίστ. 93C· μεταφορ., ἐκ λήθης π. Τζέτζ. Ἱστ. 9. 751. 2) ταρσοὺς παρασύρω, παρασύρω τὰς κώπας πλοίου παρερχόμενος παρ’ αὐτὸ μέχρι ψαύσεως, Πολύβ. 16. 4, 14, Διόδ. 13. 16, κ. ἀλλ.: ἀμετάβ., ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου π., ἐπιψαύω πλαγίως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902. 3) ἁρπάζω καὶ φεύγω, κλέπτω, ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε περασύρας κρέας Σοφ. Ἀποσπ. 890. - Μέσ., λείαν παρεσύραντο Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 162. 4) π. ἔπος, παρεισάγω λέξιν τινά, μεταχειρίζομαι αὐτὴν ἀτόπως καὶ ἀκαίρως, Αἰσχύλ. Πρ. 1065. 5) = σύρω, παρασύρειν εἰς τὰ κριτήρια (= δικαστήρια) τινὰ Πάπυρ. Βερολ. 613, 3.

French (Bailly abrégé)

ao. παρέσυρα, Pass. ao.2 παρεσύρην, pf. παρασέσυρμαι;
1 tirer de côté, emporter avec soi (dans son cours);
2 tirer (par les cheveux) ; introduire par violence ou sans raison.
Étymologie: παρά, σύρω.