διαλαλέω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλᾰλέω''': ὁμιλῶ μετά τινος, τινι ἢ [[πρός]] τινα Πολύβ. 1. 85, 2, κτλ.· τινί, περὶ ἢ ὑπέρ τινος [[αὐτόθι]], κτλ. ΙΙ. δ. τινί τι, φλυαρῶ [[περί]] τινος μετά τινος, Εὐρ. Κύκλ. 175. - Παθ., γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]] περὶ ἐμοῦ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 65.
|lstext='''διαλᾰλέω''': ὁμιλῶ μετά τινος, τινι ἢ [[πρός]] τινα Πολύβ. 1. 85, 2, κτλ.· τινί, περὶ ἢ ὑπέρ τινος [[αὐτόθι]], κτλ. ΙΙ. δ. τινί τι, φλυαρῶ [[περί]] τινος μετά τινος, Εὐρ. Κύκλ. 175. - Παθ., γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]] περὶ ἐμοῦ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 65.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />converser ; [[πρός]] τινα avec qqn ; τινι [[περί]] τινος, τινι [[ὑπέρ]] τινος avec qqn au sujet de qch ; <i>Pass.</i> être l’objet des entretiens.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λαλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλᾰλέω Medium diacritics: διαλαλέω Low diacritics: διαλαλέω Capitals: ΔΙΑΛΑΛΕΩ
Transliteration A: dialaléō Transliteration B: dialaleō Transliteration C: dialaleo Beta Code: dialale/w

English (LSJ)

   A talk with, τινὶ περί τινος Plb.1.85.2, cf. POxy.1417.24 (iv A.D.); ἐν ἑαυτοῖς ὑπέρ τινος Plb.9.32.1; κατὰ συμμορίας D.H.6.57; πρὸς ἀλλήλους τί ἂν ποιήσειαν Ev.Luc.6.11; αὐτὴν ἐν αὑτῇ δ. Plu.2.141d.    II δ. τινί τι talk over a thing with another, E.Cyc. 175:—Pass., to be much talked of, Ev.Luc.1.65.

German (Pape)

[Seite 585] mit Einem sprechen, plaudern, τινί τι, Eur. Cycl. 175; τινὶ περί τινος, Pol. 1, 85, 2; πρός τινα, 23, 9; ἐν ἀλλήλοις, 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

διαλᾰλέω: ὁμιλῶ μετά τινος, τινι ἢ πρός τινα Πολύβ. 1. 85, 2, κτλ.· τινί, περὶ ἢ ὑπέρ τινος αὐτόθι, κτλ. ΙΙ. δ. τινί τι, φλυαρῶ περί τινος μετά τινος, Εὐρ. Κύκλ. 175. - Παθ., γίνεται πολύς λόγος περὶ ἐμοῦ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 65.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
converser ; πρός τινα avec qqn ; τινι περί τινος, τινι ὑπέρ τινος avec qqn au sujet de qch ; Pass. être l’objet des entretiens.
Étymologie: διά, λαλέω.