ὑποκάθημαι: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκάθημαι''': Ἰων. -[[κάτημαι]]· - [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[ὑποκαθέζομαι]], [[κάθημαι]] καὶ [[περιμένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ πόλει ὑποκατήμενος [[Πύθιος]] ὁ Ἄτυος, ἀνὴρ Λυδὸς ἐξείνισε τὴν βασιλέως στρατιὴν πᾶσαν Ἡρόδ. 7. 27. ΙΙ. [[κάθημαι]] κρυφίως, [[ἐνεδρεύω]], Ξεν. Ἐκλ. 7. 2, 5, Στράβ. 704, Φιλόστρ. 292, 566· μεταφορ., ὑποκαθήμενον ὁρᾶν, μὲ [[βλέμμα]] ὕπουλον, ὁ αὐτ. 841. 2) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., [[ἐνεδρεύω]] τινά, τὸν βάρβαρον Ἡρόδ. 8. 40, Φιλόστρ. 685· - μεταφορ., [[φθόνος]] ὑπ. τινα, κρυφίως, ἀνεπαισθήτως καταλαμβάνει τὴν ψυχήν τινος, ὁ αὐτ. 614, πρβλ. Πλούτ. 2. 556Β· [[ὡσαύτως]] μετά δοτ., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Πολύβ. 4. 29, 7. ΙΙΙ. [[κάθημαι]] [[ἀργός]], Διονύσ. Ἁλ. 11. 37. | |lstext='''ὑποκάθημαι''': Ἰων. -[[κάτημαι]]· - [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[ὑποκαθέζομαι]], [[κάθημαι]] καὶ [[περιμένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ πόλει ὑποκατήμενος [[Πύθιος]] ὁ Ἄτυος, ἀνὴρ Λυδὸς ἐξείνισε τὴν βασιλέως στρατιὴν πᾶσαν Ἡρόδ. 7. 27. ΙΙ. [[κάθημαι]] κρυφίως, [[ἐνεδρεύω]], Ξεν. Ἐκλ. 7. 2, 5, Στράβ. 704, Φιλόστρ. 292, 566· μεταφορ., ὑποκαθήμενον ὁρᾶν, μὲ [[βλέμμα]] ὕπουλον, ὁ αὐτ. 841. 2) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., [[ἐνεδρεύω]] τινά, τὸν βάρβαρον Ἡρόδ. 8. 40, Φιλόστρ. 685· - μεταφορ., [[φθόνος]] ὑπ. τινα, κρυφίως, ἀνεπαισθήτως καταλαμβάνει τὴν ψυχήν τινος, ὁ αὐτ. 614, πρβλ. Πλούτ. 2. 556Β· [[ὡσαύτως]] μετά δοτ., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Πολύβ. 4. 29, 7. ΙΙΙ. [[κάθημαι]] [[ἀργός]], Διονύσ. Ἁλ. 11. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ὑπεκαθήμην;<br />être accroupi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se tenir caché dans une embuscade;<br /><b>2</b> s’établir solidement ; attendre dans une forte position : τὸν βάρβαρον HDT les barbares;<br /><b>3</b> s’insinuer peu à peu <i>ou</i> secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κάθημαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ὑπο-κάτημαι, prop. pf. of ὑποκαθέζομαι,
A to be seated down in a place, station oneself there, ἐν ταύτῃ τῇ πόλι Hdt.7.27. 2 sit below, τινι Philostr.VA3.16; to be placed under, ὄμμα ὑ. τῇ ὀφρύϊ ib.8. II lie in ambush, Str.15.1.42: metaph., Philostr.VA7.14; ὑποκαθήμενον ὁρᾶν to have an insidious look, Id.Im.2.18; but also ἡ -καθημένη ἀοριστία the fundamental indeterminacy, Carneisc.Herc.1027.14. 2 c. acc. pers., lie in wait for, τὸν βάρβαρον Hdt.8.40, cf. Philostr.VS2.2, Her.2.11: metaph., φθόνος ὑ. τινά Id.VS2.26.3: abs., lurk, Plu.2.556b: c. dat., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Plb.4.29.7. III sit idle, D.H.11.37.
German (Pape)
[Seite 1218] ion. ὑποκάτημαι (s. ᾑμαι), sich unter od. an einem Orte niedersetzen, sich niederlassen, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Her. 7, 27; – auch unthätig dasitzen, Sp.; – sich heimlich niedersetzen od. in einen Hinterhalt legen, Xen. Hell. 7, 2, 5; um dem Feinde aufzulauern, ihn abzuwehren, ἐν τῇ
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάθημαι: Ἰων. -κάτημαι· - κυρίως πρκμ. τοῦ ὑποκαθέζομαι, κάθημαι καὶ περιμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Πύθιος ὁ Ἄτυος, ἀνὴρ Λυδὸς ἐξείνισε τὴν βασιλέως στρατιὴν πᾶσαν Ἡρόδ. 7. 27. ΙΙ. κάθημαι κρυφίως, ἐνεδρεύω, Ξεν. Ἐκλ. 7. 2, 5, Στράβ. 704, Φιλόστρ. 292, 566· μεταφορ., ὑποκαθήμενον ὁρᾶν, μὲ βλέμμα ὕπουλον, ὁ αὐτ. 841. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ἐνεδρεύω τινά, τὸν βάρβαρον Ἡρόδ. 8. 40, Φιλόστρ. 685· - μεταφορ., φθόνος ὑπ. τινα, κρυφίως, ἀνεπαισθήτως καταλαμβάνει τὴν ψυχήν τινος, ὁ αὐτ. 614, πρβλ. Πλούτ. 2. 556Β· ὡσαύτως μετά δοτ., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Πολύβ. 4. 29, 7. ΙΙΙ. κάθημαι ἀργός, Διονύσ. Ἁλ. 11. 37.
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπεκαθήμην;
être accroupi, d’où
1 se tenir caché dans une embuscade;
2 s’établir solidement ; attendre dans une forte position : τὸν βάρβαρον HDT les barbares;
3 s’insinuer peu à peu ou secrètement.
Étymologie: ὑπό, κάθημαι.