βιόω: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιόω''': βιοῖ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 33, 5. κ. ἀλλ., βιοῦσι Ἐμπεδ. 52, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 22, 9· βιοῦν Εὐρ. Ἀποσπ. 240· βιῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 6· ― παρατατ. ἐβίουν Ἱππ. 1153Η· ― μέλλ. βιώσομαι Εὐρ., Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βιώσω Μένανδ. Μονοστ. 270, Διογ. Λ. 2. 68, Ἀππ.· ― ἀόρ. α΄ ἐβίωσα Ἡρόδ. 1. 163, Πλάτ. Φαίδων. 113D, Ξεν. Οἰκ. 4, 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 9· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀόρ. β΄ [[εἶναι]] εὐχρηστότερος, ἐβίων Ἰσοκρ. 203C, Ἰσαῖ. 38. 14· γ΄ ἑνικ. προστ. βιώτω Ἰλ. Θ. 429, ὑποτακτ. βιῶ Πλάτ. Νόμ. 872C· εὐκτ. βιῴην ὁ αὐτ. Γοργ. 512Ε, Τιμ. 89C· ἀπαρεμφ. βιῶναι Ἰλ., Ἀττ.· μετοχ. βιοὺς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 53, κ. ἀλλ., βιοῦσα Ἀνθ. II. παραρτ. 262· ― πρκμ. βεβίωκα Ἰσοκρ. 315C, D, Πλάτ. Φαίδων. 113D, κτλ. ― Μέσ., βιόομαι Ἡρόδ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11· περὶ τοῦ μέσ. ἀορίστ. ἴδε ἐν λ. [[βιώσκομαι]]. ― Παθ., μέλλ. βιωθήσομαι Μ. Ἀντων. 9. 30· πρκμ. βεβίωμαι (ἴδε κατωτ.). ― παρὰ τοῖς πρὸ τοῦ Ἀριστοτ. συγγραφεῦσιν ὁ ἐνεστὼς καὶ παρατ. παραλαμβάνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τοῦ ζάω, ἀλλ’ [[ὅμως]] ἴδε ἀνωτ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον ἀόρ. β΄, Πρβλ. ἀνα-, δια-[[βιόω]]. (ἴδε ἐν λ. [[βίος]]). Ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου (ἐνῷ τὸ ζάω [[κυρίως]] σημαίνει [[ὑπάρχω]] ἐν τῇ ζωῇ), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Ἰλ. Ο. 511, πρβλ. Κ. 174· [[ἄλλος]] μὲν ἀποφθίσθω, [[ἄλλος]] δὲ βιώτω Θ. 429· ― παρ’ Ἀττ. [[συχν]]. βίον ζῆν, ὡς παρὰ Πλάτ. Λάχ. 188Α, κτλ.· β. παρανόμως, κοσμίως, [[καλῶς]], φαύλως, κτλ. Δημ. 601. 2, Πλούτ., κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι …, ἐξ αὐτῶν τῶν πράξεων τῆς ἰδίας του ζωῆς, Δημ. 270. 19· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, αἱ πράξεις τοῦ σοῦ βίου καὶ τοῦ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 315. 5, πρβλ. Ἰσοκρ. 311D, Λυσ. 145. 35· τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. Δημ. 609. 23· τοιούτων ὄντων τῷ βδελυρῷ τούτῳ … ὧν βεβίωται ὁ αὐτ. 563. 17· [[οὕτως]], ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται ὁ αὐτ. 618. 11· [[ὡσαύτως]], ὅ γε βεβιωμένος [[[βίος]]] ὁ αὐτ. 403. 25· ἀπροσ., βεβίωταί μοι, ἔχω ζήσει, Λατ. vixi, ὁ αὐτ. 617 ἐν τέλ.· ἴδε ἐν λ. ζάω Ι. ― Μέσ. μὲ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 177, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11. ― Ἀντὶ τοῦ βιόμεσθα (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος βίομαι) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 528 ὁ Wolf προὐτίμα τὴν ἀνάγνωσιν βεόμεσθα, ἴδε [[βέομαι]].
|lstext='''βιόω''': βιοῖ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 33, 5. κ. ἀλλ., βιοῦσι Ἐμπεδ. 52, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 22, 9· βιοῦν Εὐρ. Ἀποσπ. 240· βιῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 6· ― παρατατ. ἐβίουν Ἱππ. 1153Η· ― μέλλ. βιώσομαι Εὐρ., Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βιώσω Μένανδ. Μονοστ. 270, Διογ. Λ. 2. 68, Ἀππ.· ― ἀόρ. α΄ ἐβίωσα Ἡρόδ. 1. 163, Πλάτ. Φαίδων. 113D, Ξεν. Οἰκ. 4, 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 9· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀόρ. β΄ [[εἶναι]] εὐχρηστότερος, ἐβίων Ἰσοκρ. 203C, Ἰσαῖ. 38. 14· γ΄ ἑνικ. προστ. βιώτω Ἰλ. Θ. 429, ὑποτακτ. βιῶ Πλάτ. Νόμ. 872C· εὐκτ. βιῴην ὁ αὐτ. Γοργ. 512Ε, Τιμ. 89C· ἀπαρεμφ. βιῶναι Ἰλ., Ἀττ.· μετοχ. βιοὺς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 53, κ. ἀλλ., βιοῦσα Ἀνθ. II. παραρτ. 262· ― πρκμ. βεβίωκα Ἰσοκρ. 315C, D, Πλάτ. Φαίδων. 113D, κτλ. ― Μέσ., βιόομαι Ἡρόδ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11· περὶ τοῦ μέσ. ἀορίστ. ἴδε ἐν λ. [[βιώσκομαι]]. ― Παθ., μέλλ. βιωθήσομαι Μ. Ἀντων. 9. 30· πρκμ. βεβίωμαι (ἴδε κατωτ.). ― παρὰ τοῖς πρὸ τοῦ Ἀριστοτ. συγγραφεῦσιν ὁ ἐνεστὼς καὶ παρατ. παραλαμβάνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τοῦ ζάω, ἀλλ’ [[ὅμως]] ἴδε ἀνωτ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον ἀόρ. β΄, Πρβλ. ἀνα-, δια-[[βιόω]]. (ἴδε ἐν λ. [[βίος]]). Ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου (ἐνῷ τὸ ζάω [[κυρίως]] σημαίνει [[ὑπάρχω]] ἐν τῇ ζωῇ), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Ἰλ. Ο. 511, πρβλ. Κ. 174· [[ἄλλος]] μὲν ἀποφθίσθω, [[ἄλλος]] δὲ βιώτω Θ. 429· ― παρ’ Ἀττ. [[συχν]]. βίον ζῆν, ὡς παρὰ Πλάτ. Λάχ. 188Α, κτλ.· β. παρανόμως, κοσμίως, [[καλῶς]], φαύλως, κτλ. Δημ. 601. 2, Πλούτ., κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι …, ἐξ αὐτῶν τῶν πράξεων τῆς ἰδίας του ζωῆς, Δημ. 270. 19· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, αἱ πράξεις τοῦ σοῦ βίου καὶ τοῦ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 315. 5, πρβλ. Ἰσοκρ. 311D, Λυσ. 145. 35· τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. Δημ. 609. 23· τοιούτων ὄντων τῷ βδελυρῷ τούτῳ … ὧν βεβίωται ὁ αὐτ. 563. 17· [[οὕτως]], ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται ὁ αὐτ. 618. 11· [[ὡσαύτως]], ὅ γε βεβιωμένος [[[βίος]]] ὁ αὐτ. 403. 25· ἀπροσ., βεβίωταί μοι, ἔχω ζήσει, Λατ. vixi, ὁ αὐτ. 617 ἐν τέλ.· ἴδε ἐν λ. ζάω Ι. ― Μέσ. μὲ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 177, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11. ― Ἀντὶ τοῦ βιόμεσθα (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος βίομαι) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 528 ὁ Wolf προὐτίμα τὴν ἀνάγνωσιν βεόμεσθα, ἴδε [[βέομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐβίουν, <i>f.</i> βιώσομαι, <i>ao.</i> ἐβίωσα, <i>ao.2 att.</i> [[ἐβίων]], <i>pf.</i> βεβίωκα;<br /><b>1</b> vivre;<br /><b>2</b> passer sa vie : βιοῦν [[καλῶς]], [[εὐσεβῶς]], [[φαύλως]], <i>etc.</i> ATT vivre honnêtement, pieusement, bassement, <i>etc.</i> ; <i>avec un pron. neutre</i> : ἀπ’ αὐτῶν [[ὧν]] αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι DÉM je commencerai par le détail de sa vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> βιόομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> passer sa vie, vivre;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire vivre, sauver la vie à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βίος]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐόω Medium diacritics: βιόω Low diacritics: βιόω Capitals: ΒΙΟΩ
Transliteration A: bióō Transliteration B: bioō Transliteration C: vioo Beta Code: bio/w

English (LSJ)

   A βιοῖ Arist.HA558a20; βιοῦσι Democr.200, Arist.HA576b2; βιοῦν E.Fr.238, etc.; part. βιοῦντες Arist.HA566b24; subj. βιῶσι Emp.15.2: impf. ἐβίουν Hp.Epid.5.48: fut. βιώσομαι E.Alc. 784, Ar.Eq.699, Pl.R.344e, Men.Pk.399; later βιώσω Id.Mon.270, App.BC4.119: aor. 1 ἐβίωσα Hdt.1.163, Pl.Phd.113d, X.Oec.4.18, Arist.HA585a21; but in earlier writers aor. 2 is more used, ὀβίων Isoc.9.71, Is.3.1 codd.; 3sg. imper. βιώτω Il.8.429; subj. βιῶ Pl.Lg.872c; opt. βιῴην Id.Ti.89c, v.l. for βιοίη in Id.Grg.512c; inf. βιῶναι Il.10.174, Aeschin.3.174, etc.; part. βιούς Hdt.9.10, Th.2.53, al.: pf. βεβίωκα Isoc.15.27 and 28, Pl.Phd.113d, etc.:—Med., βιόομαι Hdt.2.177, Arist.EN1180a17: for aor. Med. v. βιώσκομαι:— Pass., fut. βιωθήσομαι M.Ant.9.30: pf. βεβίωμαι (v. infr.).—In early writers pres. and impf. are mostly supplied by ζάω: Hom. has only aor. 2:—live, pass one's life (opp. ζάω, live, exist), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Il.15.511, cf. 10.174; ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω 8.429; βίον βιοῦν Pl.La.188a, etc.; β. παρανόμως, μετρίως, ἐνδόξως, D.22.24, Lys.16.3, Plu.2.145f: with neut. Pron., ἀπ' αὐτῶν ὧ αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι . . from the very actions of his own life, D.18.130:—Pass., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα the actions of our life, ib.265, cf. Isoc.15.7, Lys.16.1; τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. D.22.53; τοιούτων ὄντων ἃ τῷ βδελυρῷ τούτῳ . . βεβίωται Id.21.151; ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται Id.22.78; ὅ γε βεβιωμένος [βίος] Id.19.200; impers., βεβίωταί [μοι] I have lived, Lat. vixi, Cic.Att.12.2.2, 14.21.3: —Med. in act. sense, Hdt.2.177, Arist.EN1180a17.    2 survive, ἐβίω καυθείς Hp.Epid.5.16.—βιόμεσθα (as if from βίομαι) is found h.Ap.528 and 3pl. βίονται Orac. ap. Phleg.Mir.2, cf. βέομαι.

German (Pape)

[Seite 446] das praes. erst bei Sp. häufig, fut. βιώσομαι, Sp. βιώσω, wie Luc. Nav. 26 D. L. 2, 68; aor. II. ἐβίων, βιῴην, βιῶναι, Hom. βιῶναι Iliad. 10, 174. 15, 511 Odyss. 14, 359, βιώτω Iliad. 8, 429; aor. I. ἐβίωσα bei Sp., nur die casus ob liqui des partic. auch früher schon; perf. βεβίωκα u. pass. βεβίωταί μοι, ich habe gelebt, τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα Dem. 18, 265, u. öfter; am meisten im guten Atticismus sind fut. u. aor. II. mit perf. im Gebrauch; leben, vgl. βίος u. das dort über den Unterschied von βίος u. ζωή Angegebene; βίον Plat. Lach. 188 a u. öfter; εὐσεβῶς, ὁσίως, ἡδέως u. s. w.; βίος βεβιωμένος Rep. VI, 498 c; Dem. 19, 199. – Med., πάντα τινὰ Αἰγυπτίων ἀποδεικνύναι, ὅθεν βιοῦται, wovon er lebt, Her. 2, 177; οἱ κατά τινα νοῦν βιούμενοι Arist. Eth. 10, 9; der aor. I. transit., beleben, σὺ γάρ μ' ἐβιώσαο, κούρη Od. 8, 468. Aus βιόμεσθα H. h. Apoll. 528 hat Wolf βεόμεσθα gemacht. S. βέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

βιόω: βιοῖ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 33, 5. κ. ἀλλ., βιοῦσι Ἐμπεδ. 52, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 22, 9· βιοῦν Εὐρ. Ἀποσπ. 240· βιῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 6· ― παρατατ. ἐβίουν Ἱππ. 1153Η· ― μέλλ. βιώσομαι Εὐρ., Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βιώσω Μένανδ. Μονοστ. 270, Διογ. Λ. 2. 68, Ἀππ.· ― ἀόρ. α΄ ἐβίωσα Ἡρόδ. 1. 163, Πλάτ. Φαίδων. 113D, Ξεν. Οἰκ. 4, 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 9· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀόρ. β΄ εἶναι εὐχρηστότερος, ἐβίων Ἰσοκρ. 203C, Ἰσαῖ. 38. 14· γ΄ ἑνικ. προστ. βιώτω Ἰλ. Θ. 429, ὑποτακτ. βιῶ Πλάτ. Νόμ. 872C· εὐκτ. βιῴην ὁ αὐτ. Γοργ. 512Ε, Τιμ. 89C· ἀπαρεμφ. βιῶναι Ἰλ., Ἀττ.· μετοχ. βιοὺς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 53, κ. ἀλλ., βιοῦσα Ἀνθ. II. παραρτ. 262· ― πρκμ. βεβίωκα Ἰσοκρ. 315C, D, Πλάτ. Φαίδων. 113D, κτλ. ― Μέσ., βιόομαι Ἡρόδ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11· περὶ τοῦ μέσ. ἀορίστ. ἴδε ἐν λ. βιώσκομαι. ― Παθ., μέλλ. βιωθήσομαι Μ. Ἀντων. 9. 30· πρκμ. βεβίωμαι (ἴδε κατωτ.). ― παρὰ τοῖς πρὸ τοῦ Ἀριστοτ. συγγραφεῦσιν ὁ ἐνεστὼς καὶ παρατ. παραλαμβάνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τοῦ ζάω, ἀλλ’ ὅμως ἴδε ἀνωτ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον ἀόρ. β΄, Πρβλ. ἀνα-, δια-βιόω. (ἴδε ἐν λ. βίος). Ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου (ἐνῷ τὸ ζάω κυρίως σημαίνει ὑπάρχω ἐν τῇ ζωῇ), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Ἰλ. Ο. 511, πρβλ. Κ. 174· ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω Θ. 429· ― παρ’ Ἀττ. συχν. βίον ζῆν, ὡς παρὰ Πλάτ. Λάχ. 188Α, κτλ.· β. παρανόμως, κοσμίως, καλῶς, φαύλως, κτλ. Δημ. 601. 2, Πλούτ., κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι …, ἐξ αὐτῶν τῶν πράξεων τῆς ἰδίας του ζωῆς, Δημ. 270. 19· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, αἱ πράξεις τοῦ σοῦ βίου καὶ τοῦ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 315. 5, πρβλ. Ἰσοκρ. 311D, Λυσ. 145. 35· τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. Δημ. 609. 23· τοιούτων ὄντων τῷ βδελυρῷ τούτῳ … ὧν βεβίωται ὁ αὐτ. 563. 17· οὕτως, ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται ὁ αὐτ. 618. 11· ὡσαύτως, ὅ γε βεβιωμένος [[[βίος]]] ὁ αὐτ. 403. 25· ἀπροσ., βεβίωταί μοι, ἔχω ζήσει, Λατ. vixi, ὁ αὐτ. 617 ἐν τέλ.· ἴδε ἐν λ. ζάω Ι. ― Μέσ. μὲ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 177, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11. ― Ἀντὶ τοῦ βιόμεσθα (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος βίομαι) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 528 ὁ Wolf προὐτίμα τὴν ἀνάγνωσιν βεόμεσθα, ἴδε βέομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐβίουν, f. βιώσομαι, ao. ἐβίωσα, ao.2 att. ἐβίων, pf. βεβίωκα;
1 vivre;
2 passer sa vie : βιοῦν καλῶς, εὐσεβῶς, φαύλως, etc. ATT vivre honnêtement, pieusement, bassement, etc. ; avec un pron. neutre : ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι DÉM je commencerai par le détail de sa vie;
Moy. βιόομαι-οῦμαι;
1 intr. passer sa vie, vivre;
2 tr. faire vivre, sauver la vie à, acc..
Étymologie: βίος.