ἀγλαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγλαΐζω''': Ἱππ. 666. 45· Αἰλ.: ― μέλλ. Ἀττ. ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575· ἀόρ. ἠγλάϊσα, Θεόκρ. Ἐπ. 1. 4. Ἀνθ. κτλ., (ἐπ-), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 548: ― Παθ., ἴδε κατωτέρ. ([[ἀγλαός]]). Καθιστῶ λαμπρὸν ἢ στιλπνόν, [[δοξάζω]], τιμῶ· ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2439, πρβλ Πλούτ. 2. 965C, Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 28. 2) [[δίδωμι]] ὡς [[κόσμημα]] ἢ ὡς τιμήν, σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, Carm. Pop. 8. (ἐν Bgk Lyr. Gr.). Ἀνθ. 14. 622. Πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἀλλὰ ΙΙ. παρὰ προγενεστέροις ἐν χρήσει μόνον ἐν μέσ. καὶ παθ. φωνῇ, κοσμῶ ἐμαυτόν, ἢ κοσμοῦμαι διά τινος πράγματος, εὐφραίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, [[εὑρίσκω]] ἡδονὴν εἰς αὐτό· σέ φημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (ἐνν. ἵπποις) Ἰλ. Κ. 331 (οὖτος ὁ μέλλ. [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρ’ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις)· [[ὅστις]] τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται, Σιμων. Ἰαμβ. 7, 10· ἀγλαΐζεσθαι μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Πινδ. Ὀ. 1. 22· κωμικῶς, ἐλαίῳ [[ῥάφανος]] ἠγλαϊσμένη, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ.» 2. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀντιφ. Ἀδηλ. 37 ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἐπηγλαΐζετ’ ἀντὶ ἠγλάϊζεν (ἀμετάβ.)· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀγλαΐζει, θάλλει. ― Οὐδαμοῦ κεῖται παρὰ τραγικοῖς οὐδὲ παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν πεζογρ. Ἀττικῶν.
|lstext='''ἀγλαΐζω''': Ἱππ. 666. 45· Αἰλ.: ― μέλλ. Ἀττ. ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575· ἀόρ. ἠγλάϊσα, Θεόκρ. Ἐπ. 1. 4. Ἀνθ. κτλ., (ἐπ-), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 548: ― Παθ., ἴδε κατωτέρ. ([[ἀγλαός]]). Καθιστῶ λαμπρὸν ἢ στιλπνόν, [[δοξάζω]], τιμῶ· ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2439, πρβλ Πλούτ. 2. 965C, Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 28. 2) [[δίδωμι]] ὡς [[κόσμημα]] ἢ ὡς τιμήν, σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, Carm. Pop. 8. (ἐν Bgk Lyr. Gr.). Ἀνθ. 14. 622. Πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἀλλὰ ΙΙ. παρὰ προγενεστέροις ἐν χρήσει μόνον ἐν μέσ. καὶ παθ. φωνῇ, κοσμῶ ἐμαυτόν, ἢ κοσμοῦμαι διά τινος πράγματος, εὐφραίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, [[εὑρίσκω]] ἡδονὴν εἰς αὐτό· σέ φημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (ἐνν. ἵπποις) Ἰλ. Κ. 331 (οὖτος ὁ μέλλ. [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρ’ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις)· [[ὅστις]] τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται, Σιμων. Ἰαμβ. 7, 10· ἀγλαΐζεσθαι μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Πινδ. Ὀ. 1. 22· κωμικῶς, ἐλαίῳ [[ῥάφανος]] ἠγλαϊσμένη, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ.» 2. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀντιφ. Ἀδηλ. 37 ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἐπηγλαΐζετ’ ἀντὶ ἠγλάϊζεν (ἀμετάβ.)· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀγλαΐζει, θάλλει. ― Οὐδαμοῦ κεῖται παρὰ τραγικοῖς οὐδὲ παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν πεζογρ. Ἀττικῶν.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἠγλάϊζον <i>et ao.</i> ἠγλάϊσα ; <i>pf. Pass.</i> ἠγλάϊσμαι;<br />parer, orner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 16] schmücken, στεφάνοις Ael. H. A. 8, 28; Δελφὶς πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάϊσεν Theocr. ep. 1 (VI, 336), brachte dir zum Schmuck hervor, wie bei Ath. XIV, 622 c σοὶ Βάκχε τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, dir zur Ehre singen wir dies Lied; ἀγλαΐσας ἀκροθινίοις τὴν θεόν Plut. sol. an. 8. – Häufiger med., sich schmücken, sich freuen (als eines Schmuckes), Hom. ἀγλαϊεῖσθαι Il. 10, 331 (ἅπαξ. εἰρημ.); Pind. μουσικῆς ἐν ἀώτῳ Ol. 1, 14, mit der Tonkunst Blüthe schmückt er sich; gew. τινί, wie Sim. τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται frg. 230; Lyc. 1133 κόμαις ἠγλαϊσμέναι. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαΐζω: Ἱππ. 666. 45· Αἰλ.: ― μέλλ. Ἀττ. ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575· ἀόρ. ἠγλάϊσα, Θεόκρ. Ἐπ. 1. 4. Ἀνθ. κτλ., (ἐπ-), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 548: ― Παθ., ἴδε κατωτέρ. (ἀγλαός). Καθιστῶ λαμπρὸν ἢ στιλπνόν, δοξάζω, τιμῶ· ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2439, πρβλ Πλούτ. 2. 965C, Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 28. 2) δίδωμι ὡς κόσμημα ἢ ὡς τιμήν, σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, Carm. Pop. 8. (ἐν Bgk Lyr. Gr.). Ἀνθ. 14. 622. Πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἀλλὰ ΙΙ. παρὰ προγενεστέροις ἐν χρήσει μόνον ἐν μέσ. καὶ παθ. φωνῇ, κοσμῶ ἐμαυτόν, ἢ κοσμοῦμαι διά τινος πράγματος, εὐφραίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, εὑρίσκω ἡδονὴν εἰς αὐτό· σέ φημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (ἐνν. ἵπποις) Ἰλ. Κ. 331 (οὖτος ὁ μέλλ. εἶναιμόνος τύπος παρ’ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις)· ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται, Σιμων. Ἰαμβ. 7, 10· ἀγλαΐζεσθαι μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Πινδ. Ὀ. 1. 22· κωμικῶς, ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ.» 2. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀντιφ. Ἀδηλ. 37 ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἐπηγλαΐζετ’ ἀντὶ ἠγλάϊζεν (ἀμετάβ.)· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀγλαΐζει, θάλλει. ― Οὐδαμοῦ κεῖται παρὰ τραγικοῖς οὐδὲ παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν πεζογρ. Ἀττικῶν.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἠγλάϊζον et ao. ἠγλάϊσα ; pf. Pass. ἠγλάϊσμαι;
parer, orner.
Étymologie: ἀγλαός.