ἀδιάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάλλακτος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν διαλλάσσεται, [[ἀφιλίωτος]]· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν [[πρός]] τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45.
|lstext='''ἀδιάλλακτος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν διαλλάσσεται, [[ἀφιλίωτος]]· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν [[πρός]] τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irréconciliable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαλλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάλλακτος Medium diacritics: ἀδιάλλακτος Low diacritics: αδιάλλακτος Capitals: ΑΔΙΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: adiállaktos Transliteration B: adiallaktos Transliteration C: adiallaktos Beta Code: a)dia/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A irreconcilable, τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀ. ὑπάρχει my relation to you admits no reconciliation, D.Ep.2.21, cf.24.8, D.Chr.38.17, etc. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινα D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάλλακτος: -ον, ὅστις δὲν διαλλάσσεται, ἀφιλίωτος· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: ἀ, διαλλάσσω.