ἀδιάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάλειπτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] διαλειμμάτων [[ἀδιάκοπος]], Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.
|lstext='''ἀδιάλειπτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] διαλειμμάτων [[ἀδιάκοπος]], Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non interrompu, incessant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαλείπω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάλειπτος Medium diacritics: ἀδιάλειπτος Low diacritics: αδιάλειπτος Capitals: ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: adiáleiptos Transliteration B: adialeiptos Transliteration C: adialeiptos Beta Code: a)dia/leiptos

English (LSJ)

ον,

   A unintermitting, incessant, Ti. Locr.98e, Ep.Rom.9.2, Hierocl.p.19.55A., Plu.2.121e, M.Ant.6.15. Adv. -τως Metrod.Herc.831.8, Polem.Hist.30, Plb.9.3.8, Posidon.25, LXX 1 Ma.12.11, Ep.Rom.1.9, PLond.3.1166.6 (i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάλειπτος: -ον, ὁ ἄνευ διαλειμμάτων ἀδιάκοπος, Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non interrompu, incessant.
Étymologie: ἀ, διαλείπω.