χρυσεοκόμης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσεοκόμης''': -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, = [[χρυσοκόμης]], [[Σιμωνίδης]] 34, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6.
|lstext='''χρῡσεοκόμης''': -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, = [[χρυσοκόμης]], [[Σιμωνίδης]] 34, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χρυσοκόμης]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεοκόμης Medium diacritics: χρυσεοκόμης Low diacritics: χρυσεοκόμης Capitals: ΧΡΥΣΕΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: chryseokómēs Transliteration B: chryseokomēs Transliteration C: chryseokomis Beta Code: xruseoko/mhs

English (LSJ)

ου, Dor. -κόμας, α, ὁ,

   A = χρυσοκόμης, Simon.26B, Pae.Delph.3.

German (Pape)

[Seite 1379] ὁ, = χρυσοκόμης, poet. bei Arist. rhet. 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεοκόμης: -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, = χρυσοκόμης, Σιμωνίδης 34, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χρυσοκόμης.