ἐπακρίζω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπακρίζω''': [[φθάνω]] εἰς τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε [[τλήμων]] Ὀρέστης («ἐπ’ [[ἄκρον]] ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον [[σημεῖον]] αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. [[Κατὰ]] τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ [[ἄκρον]] ἤγαγε καὶ [[τέλος]] ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.
|lstext='''ἐπακρίζω''': [[φθάνω]] εἰς τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε [[τλήμων]] Ὀρέστης («ἐπ’ [[ἄκρον]] ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον [[σημεῖον]] αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. [[Κατὰ]] τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ [[ἄκρον]] ἤγαγε καὶ [[τέλος]] ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.
}}
{{bailly
|btext=combler la mesure de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄκρος]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπακρίζω Medium diacritics: ἐπακρίζω Low diacritics: επακρίζω Capitals: ΕΠΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: epakrízō Transliteration B: epakrizō Transliteration C: epakrizo Beta Code: e)pakri/zw

English (LSJ)

   A reach the top of a thing, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε ( ἐπ' ἄκρον ἦλθε, Sch., τέλος ἐπέθηκεν, Hsch.) he reached the farthest point in deeds of blood, of Orestes, A.Ch.932.

German (Pape)

[Seite 897] den Gipfel erreichen, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης, er gelangte zum Gipfel vieler Blutschuld, durch den Muttermord, Aesch. Ch. 920.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπακρίζω: φθάνω εἰς τὸ ἀνώτατον σημεῖον πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης («ἐπ’ ἄκρον ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον σημεῖον αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. Κατὰ τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ ἄκρον ἤγαγε καὶ τέλος ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.

French (Bailly abrégé)

combler la mesure de, gén..
Étymologie: ἐπί, ἄκρος.