ἀνθομολογέομαι: Difference between revisions
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθομολογέομαι''': μέσ., συμφωνῶ, [[κάμνω]] συμφωνίαν, [[πρός]] τινα, ἀνθομολογησάμενος πρὸς τοῦτον ὠνὴν ποιοῦμαι τῆς νεὼς Δημ. 894. 26, Πολύβ. 5. 56, 4· τινὶ ὁ αὐτ. 10. 45, 10. ΙΙ. ὁμολογῶ παρρησίᾳ, τὰς ἀρετάς τινος Διόδ. 1. 70· [[χάριν]] Πλουτ. Αἰμίλ. 11· ἁμαρτίας Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 8. 10, 3: ἀπολ., Πολύβ. 30. 8, 7· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 15. 27, 9. 2) ἀποδίδω εὐχαριστίας τῷ θεῷ, Ἑβδ. (Ψαλ. οη΄, 13), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 38. | |lstext='''ἀνθομολογέομαι''': μέσ., συμφωνῶ, [[κάμνω]] συμφωνίαν, [[πρός]] τινα, ἀνθομολογησάμενος πρὸς τοῦτον ὠνὴν ποιοῦμαι τῆς νεὼς Δημ. 894. 26, Πολύβ. 5. 56, 4· τινὶ ὁ αὐτ. 10. 45, 10. ΙΙ. ὁμολογῶ παρρησίᾳ, τὰς ἀρετάς τινος Διόδ. 1. 70· [[χάριν]] Πλουτ. Αἰμίλ. 11· ἁμαρτίας Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 8. 10, 3: ἀπολ., Πολύβ. 30. 8, 7· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 15. 27, 9. 2) ἀποδίδω εὐχαριστίας τῷ θεῷ, Ἑβδ. (Ψαλ. οη΄, 13), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> faire une convention mutuelle;<br /><b>2</b> tomber d’accord, convenir, reconnaître : χάριν PLUT témoigner publiquement sa reconnaissance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ὁμολογέομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
A make a mutual agreement or covenant, πρός τινα D.33.8(s.v.l.), Plb.5.105.2; ὑπέρ τινος 15.19.9; τινί PTeb.21.6(ii B.C.); περί τινος ib.410.14 (16 A.D.). II confess freely and openly, τὰς ἀρετάς τινος D.S.1.70; ἁμαρτίας J.AJ8.10.3; τὸν τοῦ βασιλέως θάνατον Plb.15.25.4: abs., 30.8.7. 2 admit, signify, πρός τινα μηδὲν ἑωρακέναι 29.17.1; ὡς . . Plu.Brut.16. 3 assent, agree, τοῖς εἰρημένοις Plb.28.4.4. 4 return thanks to God, LXXPs. 78(79).13. Ev.Luc.2.38; χάριν ἀ. return thanks, Plu.Aem.11:—Act., -λογέω admit a claim, is late, PGrenf.2.71ii14 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 233] gegenseitig übereinkommen, πρός τινα, Dem. 33, 8; frei u. offen gestehen, πρός τινα, Pol. 5, 56; neben σύμφωνος ἦν 30, 8; τοῖς εἰρημένοις, beistimmen, 28, 4 u. öfter; vgl. Plut. Brut. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθομολογέομαι: μέσ., συμφωνῶ, κάμνω συμφωνίαν, πρός τινα, ἀνθομολογησάμενος πρὸς τοῦτον ὠνὴν ποιοῦμαι τῆς νεὼς Δημ. 894. 26, Πολύβ. 5. 56, 4· τινὶ ὁ αὐτ. 10. 45, 10. ΙΙ. ὁμολογῶ παρρησίᾳ, τὰς ἀρετάς τινος Διόδ. 1. 70· χάριν Πλουτ. Αἰμίλ. 11· ἁμαρτίας Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 8. 10, 3: ἀπολ., Πολύβ. 30. 8, 7· πρός τι ὁ αὐτ. 15. 27, 9. 2) ἀποδίδω εὐχαριστίας τῷ θεῷ, Ἑβδ. (Ψαλ. οη΄, 13), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 38.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 faire une convention mutuelle;
2 tomber d’accord, convenir, reconnaître : χάριν PLUT témoigner publiquement sa reconnaissance.
Étymologie: ἀντί, ὁμολογέομαι.