μεταπίπτω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι· - [[πίπτω]] κατὰ διάφορον τρόπον, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], α) κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν [[σχῆμα]], μ. τὸ [[εἶδος]] Ἡρόδ. 6. 61· μ. εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐκ γυναικὸς ἐς [[ὄρνεον]] Λουκ. Φιλοψ. 2· ἀπολ., Πλάτ. Κρατ. 440Α, κτλ.· - ἢ, β) ἐσωτερικῶς κατὰ τὴν γνώμην, [[μεταβάλλω]] [[αἴφνης]] γνώμην, τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον Εὐρ. Ι. Α. 502· μ. ἐξ ἐχθίστου Ἀριστοφ. Ὄρν. 626· ἀπολ., Πολύβ. 5. 49, 7. 2) ἐπὶ μεταβολῆς τόπου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], μεταφέρομαι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4. 11, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ [[ψήφων]] εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Πλάτ. Ἀπολ. 36Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· [[ἀλλά]], ὀστράκου μεταπεσόντος, ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως, παροιμ. ἐπὶ αἰφνιδίου μεταβολῆς, (ληφθεῖσα, ὡς λέγεται, ἐκ τῆς παιδιᾶς [[ὀστρακίνδα]]), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 3) ἐπὶ καταστάσεων, περιστάσεων, κ.τ.τ., μεταπίπτοντος δαίμονος Εὐρ. Ἄλκ. 913· μ. ἄνω [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 493Α· [[τοὐναντίον]] μ. (δηλ. εἰς τ.) ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162D· τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μ. ταχὺ Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1· - [[συχν]]. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], ἐπανάστασιν, ἀνατροπήν, Θουκ. 8. 68· μεταπεπτώκει τὰ πράγματα Λυσ. 159. 16· - [[καθόλου]], [[πίπτω]] εἰς χείρονα κατάστασιν, εἰς δουλείαν Λυκοῦργ. 154. 14, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Ἀριστ. Ποιητ. 13. 3· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τὸ κρεῖσσον, μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Λυκοῦργ. 155. 32, πρβλ. Δημ. 805. 26· μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἴων 412. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. πράγματος, [[ἐκπίπτω]] ἀπό τινος, ὡς τὸ Λατ. spe excidere, εἰ ἡ [[γνῶσις]] τοῦ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει Πλάτ. Κρατ. 440Α· πρβλ. [[ἐκπίπτω]] Ι.
|lstext='''μεταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι· - [[πίπτω]] κατὰ διάφορον τρόπον, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], α) κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν [[σχῆμα]], μ. τὸ [[εἶδος]] Ἡρόδ. 6. 61· μ. εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐκ γυναικὸς ἐς [[ὄρνεον]] Λουκ. Φιλοψ. 2· ἀπολ., Πλάτ. Κρατ. 440Α, κτλ.· - ἢ, β) ἐσωτερικῶς κατὰ τὴν γνώμην, [[μεταβάλλω]] [[αἴφνης]] γνώμην, τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον Εὐρ. Ι. Α. 502· μ. ἐξ ἐχθίστου Ἀριστοφ. Ὄρν. 626· ἀπολ., Πολύβ. 5. 49, 7. 2) ἐπὶ μεταβολῆς τόπου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], μεταφέρομαι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4. 11, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ [[ψήφων]] εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Πλάτ. Ἀπολ. 36Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· [[ἀλλά]], ὀστράκου μεταπεσόντος, ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως, παροιμ. ἐπὶ αἰφνιδίου μεταβολῆς, (ληφθεῖσα, ὡς λέγεται, ἐκ τῆς παιδιᾶς [[ὀστρακίνδα]]), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 3) ἐπὶ καταστάσεων, περιστάσεων, κ.τ.τ., μεταπίπτοντος δαίμονος Εὐρ. Ἄλκ. 913· μ. ἄνω [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 493Α· [[τοὐναντίον]] μ. (δηλ. εἰς τ.) ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162D· τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μ. ταχὺ Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1· - [[συχν]]. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], ἐπανάστασιν, ἀνατροπήν, Θουκ. 8. 68· μεταπεπτώκει τὰ πράγματα Λυσ. 159. 16· - [[καθόλου]], [[πίπτω]] εἰς χείρονα κατάστασιν, εἰς δουλείαν Λυκοῦργ. 154. 14, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Ἀριστ. Ποιητ. 13. 3· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τὸ κρεῖσσον, μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Λυκοῦργ. 155. 32, πρβλ. Δημ. 805. 26· μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἴων 412. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. πράγματος, [[ἐκπίπτω]] ἀπό τινος, ὡς τὸ Λατ. spe excidere, εἰ ἡ [[γνῶσις]] τοῦ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει Πλάτ. Κρατ. 440Α· πρβλ. [[ἐκπίπτω]] Ι.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> μετέπεσον;<br />tomber d’un autre côté ; se renverser, se retourner :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> τὸ [[εἶδος]] HDT changer de forme ; [[ἐς]] [[ὄρνεον]] [[ἐκ]] γυναικός LUC être changée de femme en oiseau;<br /><b>2</b> <i>particul. en mauv. part</i> tomber dans une situation moindre, dégénérer ; <i>abs.</i> s’écrouler, être renversé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πίπτω]].
}}
}}