δουράτεος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουράτεος''': -α, -ον, ἐσχηματισμένος ἐκ σανίδων ἢ δοκῶν ξυλίνων, [[ἵππος]] δ., ὁ δούρειος καλούμενος [[ἵππος]]. Ὀδ. Θ.493, 512· ὀβελοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 121· [[πύργος]] Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1017· - ἡ Ἀττ. λέξ. [[εἶναι]] δούρειος, α, ον, Εὐρ. Τρῳ. 14, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· ἢ [[δούριος]], Ἀριστ. Ὄρν. 1128.
|lstext='''δουράτεος''': -α, -ον, ἐσχηματισμένος ἐκ σανίδων ἢ δοκῶν ξυλίνων, [[ἵππος]] δ., ὁ δούρειος καλούμενος [[ἵππος]]. Ὀδ. Θ.493, 512· ὀβελοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 121· [[πύργος]] Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1017· - ἡ Ἀττ. λέξ. [[εἶναι]] δούρειος, α, ον, Εὐρ. Τρῳ. 14, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· ἢ [[δούριος]], Ἀριστ. Ὄρν. 1128.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de bois.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουράτεος Medium diacritics: δουράτεος Low diacritics: δουράτεος Capitals: ΔΟΥΡΑΤΕΟΣ
Transliteration A: douráteos Transliteration B: dourateos Transliteration C: dourateos Beta Code: doura/teos

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A of planks or beams of wood, ἵππος δ. the wooden horse, Od.8.493,512; ὀβελοί h.Merc.121; πύργοι A.R.2.381.

German (Pape)

[Seite 663] hölzern; bei Homer zweimal, δ. ἵππος, das hölzerne Pferd von Troja, Od. 8, 493. 512, was δ. παγίς heißt Agath. 63 (IX, 152); πύργος Ap. Rh. 2, 1017, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δουράτεος: -α, -ον, ἐσχηματισμένος ἐκ σανίδων ἢ δοκῶν ξυλίνων, ἵππος δ., ὁ δούρειος καλούμενος ἵππος. Ὀδ. Θ.493, 512· ὀβελοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 121· πύργος Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1017· - ἡ Ἀττ. λέξ. εἶναι δούρειος, α, ον, Εὐρ. Τρῳ. 14, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· ἢ δούριος, Ἀριστ. Ὄρν. 1128.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bois.
Étymologie: δόρυ.