πάμπολις: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάμπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, [[παγκόσμιος]], [[νόμος]] Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb. | |lstext='''πάμπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, [[παγκόσμιος]], [[νόμος]] Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />commun à toute les cités, à tous les États.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πόλις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A prevailing in all cities, universal, νόμος dub. in S.Ant.614 (lyr., πάμπολύ γ' Heath).
German (Pape)
[Seite 454] in allen Staaten herrschend, allen Staaten gemein, Soph. Ant. 614.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, παγκόσμιος, νόμος Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
commun à toute les cités, à tous les États.
Étymologie: πᾶν, πόλις.