κατακύπτω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πολὺ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, «σκύφτω», [[πρόσσω]] γὰρ κατέκυψε Ἰλ. ΙΙ. 611, Ρ. 527· ἐπινεύοντας ἢ κατακύπτοντας ἢ κυλινδουμένους [[χαμαὶ]] γυμνάζεσθαι Γαλην. 6. 324·- κατακάμπτομαι καὶ [[κύπτω]] ἐξ αἰσχύνης· [[μᾶλλον]] τῶν καύκων ἐρυθαίνετο, καὶ κατακύψας. Ἀνθ. Π. 12. 8. 2) [[κλίνω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[βλέπω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], κ. [[εἴσω]] τοῦ χάσματος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· κ. εἰς το ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλ. 39, πρβλ. Ἰκαρομ. 15· πρβλ. [[παρακύπτω]] (ἀντίθ. [[ἀνακύπτω]]).
|lstext='''κατακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πολὺ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, «σκύφτω», [[πρόσσω]] γὰρ κατέκυψε Ἰλ. ΙΙ. 611, Ρ. 527· ἐπινεύοντας ἢ κατακύπτοντας ἢ κυλινδουμένους [[χαμαὶ]] γυμνάζεσθαι Γαλην. 6. 324·- κατακάμπτομαι καὶ [[κύπτω]] ἐξ αἰσχύνης· [[μᾶλλον]] τῶν καύκων ἐρυθαίνετο, καὶ κατακύψας. Ἀνθ. Π. 12. 8. 2) [[κλίνω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[βλέπω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], κ. [[εἴσω]] τοῦ χάσματος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· κ. εἰς το ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλ. 39, πρβλ. Ἰκαρομ. 15· πρβλ. [[παρακύπτω]] (ἀντίθ. [[ἀνακύπτω]]).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pencher la tête, se pencher;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> pencher la tête pour regarder dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κύπτω]].
}}
}}