ψευδοποιέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδοποιέω''': [[κάμνω]] τι ψευδὲς, [[νοθεύω]], Πολύβ. 30. 4, 13. ΙΙ. ἐκθέτω τι ὡς ψευδὲς, τὰς ἀποφάσεις τινὸς ὁ αὐτ. 12. 25, 4, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 24. ΙΙΙ. ἐξαπατῶ, πλανῶ, τινα Κλήμ. Ἀλεξ. 269. - Παθ., ἐξαπατῶμαι, πλανῶμαι, Πλούτ. 2. 899F.
|lstext='''ψευδοποιέω''': [[κάμνω]] τι ψευδὲς, [[νοθεύω]], Πολύβ. 30. 4, 13. ΙΙ. ἐκθέτω τι ὡς ψευδὲς, τὰς ἀποφάσεις τινὸς ὁ αὐτ. 12. 25, 4, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 24. ΙΙΙ. ἐξαπατῶ, πλανῶ, τινα Κλήμ. Ἀλεξ. 269. - Παθ., ἐξαπατῶμαι, πλανῶμαι, Πλούτ. 2. 899F.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tromper <i>ou</i> séduire par des mensonges ; <i>Pass.</i> être déçu <i>ou</i> trompé.<br />'''Étymologie:''' [[ψεῦδος]], [[ποιέω]].
}}
}}