ἰαμβικός: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰαμβικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰάμβους ἢ συνιστάμενος ἐξ ἰάμβων, Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6, 24, 10, Διον. Ἁλ., κλ.· ἡ ἰαμβικὴ (δηλ. [[ὄρχησις]]) Ἀθήν. 629C. | |lstext='''ἰαμβικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰάμβους ἢ συνιστάμενος ἐξ ἰάμβων, Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6, 24, 10, Διον. Ἁλ., κλ.· ἡ ἰαμβικὴ (δηλ. [[ὄρχησις]]) Ἀθήν. 629C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />iambique.<br />'''Étymologie:''' [[ἴαμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of invective, ἰδέα Arist.Po. 1449b8; in metric, iambic, D.H.Comp.18, Heph.5, etc.: ἡ -κή (sc. ὄρχησις) Ath.15.629d. Adv. -κῶς Phld.Po.2.29.
German (Pape)
[Seite 1233] jambisch, z. B. πούς, D. Hal. C. V.; μέτρον, Gramm.; ἡ ἰαμβική, eine Art Tanz, Ath. XIV, 629 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰάμβους ἢ συνιστάμενος ἐξ ἰάμβων, Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6, 24, 10, Διον. Ἁλ., κλ.· ἡ ἰαμβικὴ (δηλ. ὄρχησις) Ἀθήν. 629C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.