χρηστεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρηστεύομαι''': ἀποθ., = [[χρηστός]] εἰμι, δηλ. εἶμαι [[χρηστός]], [[ἀγαθός]], ἢ [[ἐλεήμων]], χρηστεύεται ἡ [[ἀγάπη]] Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.
|lstext='''χρηστεύομαι''': ἀποθ., = [[χρηστός]] εἰμι, δηλ. εἶμαι [[χρηστός]], [[ἀγαθός]], ἢ [[ἐλεήμων]], χρηστεύεται ἡ [[ἀγάπη]] Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.
}}
{{bailly
|btext=se conduire en homme de bien NT.<br />'''Étymologie:''' [[χρηστός]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστεύομαι Medium diacritics: χρηστεύομαι Low diacritics: χρηστεύομαι Capitals: ΧΡΗΣΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: chrēsteúomai Transliteration B: chrēsteuomai Transliteration C: christeyomai Beta Code: xrhsteu/omai

English (LSJ)

   A to be kind or merciful, 1 Ep.Cor.13.4.

German (Pape)

[Seite 1375] sich wie ein χρηστός betragen, sich gut, gütig, milde erzeigen, liebreich sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστεύομαι: ἀποθ., = χρηστός εἰμι, δηλ. εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, ἢ ἐλεήμων, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.

French (Bailly abrégé)

se conduire en homme de bien NT.
Étymologie: χρηστός.