προσδανείζω: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσδᾰνείζω''': [[δανείζω]] [[προσέτι]]. ― Μέσ., δανείζομαι [[προσέτι]], [[λαμβάνω]] δάνεια, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5, Λυσί. 157. 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις, ἐκ τῶν ξένων, ὁ αὐτ. 154. 19. | |lstext='''προσδᾰνείζω''': [[δανείζω]] [[προσέτι]]. ― Μέσ., δανείζομαι [[προσέτι]], [[λαμβάνω]] δάνεια, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5, Λυσί. 157. 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις, ἐκ τῶν ξένων, ὁ αὐτ. 154. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=prêter en outre à, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσδανείζομαι emprunter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[δανείζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
A lend besides, PFlor.81.1 (ii A.D.):—Med., borrow besides, X.An.7.5.5, Lys.19.55; προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις that he had also borrowed from his friends, ib.26.
German (Pape)
[Seite 754] noch dazu verleihen, ausleihen; med. noch dazu borgen, τί, Xen. An. 7, 5, 5; καὶ ἄλλοθεν προσδεδανεῖσθαι Lys. 19, 26; Sp., D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
προσδᾰνείζω: δανείζω προσέτι. ― Μέσ., δανείζομαι προσέτι, λαμβάνω δάνεια, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5, Λυσί. 157. 1· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις, ἐκ τῶν ξένων, ὁ αὐτ. 154. 19.
French (Bailly abrégé)
prêter en outre à, τινι;
Moy. προσδανείζομαι emprunter en outre.
Étymologie: πρός, δανείζω.