κοπροφόρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπροφόρος''': -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, [[ὄνος]] [[Πολυδ]]. Ζ΄, 134· [[κόφινος]] κ., [[πλήρης]] κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.
|lstext='''κοπροφόρος''': -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, [[ὄνος]] [[Πολυδ]]. Ζ΄, 134· [[κόφινος]] κ., [[πλήρης]] κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sert à porter du fumier.<br />'''Étymologie:''' [[κόπρος]], [[φέρω]].
}}
}}