σκαφεύς: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[σκάπτω]]) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ [[σκάφος]]. | |lstext='''σκᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[σκάπτω]]) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ [[σκάφος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, (σκάπτω)
A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.). II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.