ἐλασείω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλᾰσείω''': ([[ἐλαύνω]]) ἐφετικόν, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ νὰ [[ἐλάσω]], καὶ νῦν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε, περὶ τοῦ Κύρου, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 9.
|lstext='''ἐλᾰσείω''': ([[ἐλαύνω]]) ἐφετικόν, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ νὰ [[ἐλάσω]], καὶ νῦν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε, περὶ τοῦ Κύρου, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />avoir envie de marcher contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλάω]].
}}
}}