μύζω: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύζω''': (Α), μέλλ. μύξω Διογ. Λ. 10. 118· ἀόρ. ἔμυξα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 7, (ἴδε κατωτέρ. καὶ πρβλ. [[ἐπιμύζω]]). Κάμνω τὸν ἦχον, μὺ μῦ ἢ μυμῦ, βογγῶ μὲ τὰ χείλη κλεισμένα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 118· οἰκισμὸν μ., βογγῶ θλιβερῶς, [[αὐτόθι]] 189· [[ἐντεῦθεν]] πρὸς δήλωσιν δυσαρεσκείας, μουρμουρίζω, [[γογγύζω]], ὡς τὸ μῦ λαλεῖν (ἴδε μῦ), Ἀριστοφ. Θεσμ. 231· - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ δελφίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, πρβλ. [[μυγμός]]· - [[καθόλου]], [[γογγύζω]], γουργουλίζω, τὰ σπλάγχνα μύζει Ἱππ. 480. 49, κτλ.· ἀπροσ., ἔμυσεν (ἔμυζεν;) ἐν τῇ γαστρὶ ὁ αὐτ. 1142Η· - τύπον τινὰ πρκμ. μεμυζότε μυδαλέω τε, μνημονεύει ἐκ τοῦ Ἀντιμ. ὁ Εὐστ. 1746. 19. Περὶ τῆς ῥίζης (ἴδε ἐν λέξ. μύω).
|lstext='''μύζω''': (Α), μέλλ. μύξω Διογ. Λ. 10. 118· ἀόρ. ἔμυξα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 7, (ἴδε κατωτέρ. καὶ πρβλ. [[ἐπιμύζω]]). Κάμνω τὸν ἦχον, μὺ μῦ ἢ μυμῦ, βογγῶ μὲ τὰ χείλη κλεισμένα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 118· οἰκισμὸν μ., βογγῶ θλιβερῶς, [[αὐτόθι]] 189· [[ἐντεῦθεν]] πρὸς δήλωσιν δυσαρεσκείας, μουρμουρίζω, [[γογγύζω]], ὡς τὸ μῦ λαλεῖν (ἴδε μῦ), Ἀριστοφ. Θεσμ. 231· - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ δελφίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, πρβλ. [[μυγμός]]· - [[καθόλου]], [[γογγύζω]], γουργουλίζω, τὰ σπλάγχνα μύζει Ἱππ. 480. 49, κτλ.· ἀπροσ., ἔμυσεν (ἔμυζεν;) ἐν τῇ γαστρὶ ὁ αὐτ. 1142Η· - τύπον τινὰ πρκμ. μεμυζότε μυδαλέω τε, μνημονεύει ἐκ τοῦ Ἀντιμ. ὁ Εὐστ. 1746. 19. Περὶ τῆς ῥίζης (ἴδε ἐν λέξ. μύω).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μύξω. ao. ἔμυξα, <i>pf. inus.</i><br />serrer les lèvres :<br /><b>1</b> grogner, gronder ; se murmurer à soi-même;<br /><b>2</b> sucer.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[μῦ]]².
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύζω Medium diacritics: μύζω Low diacritics: μύζω Capitals: ΜΥΖΩ
Transliteration A: mýzō Transliteration B: myzō Transliteration C: myzo Beta Code: mu/zw

English (LSJ)

(B),

   A = μυζάω, [τοὺς καλάμους] λαβόντα εἰς τὸ στόμα μύζειν X. An.4.5.27.
μύζω (A), fut.

   A μύξω D.L.10.118: aor. ἔμυξα Men.81:—make the sound μὺ μῦ, mutter, moan, A.Eu.118; μ. οἰκτισμὸν make a piteous moaning, ib.189: hence to denote displeasure, murmur, growl, Ar.Th.231; of the noise made by the dolphin, Arist.HA535b32; rumble, ἐπὶ τοῖσι σπλάγχνοισι μύζει Hp.Morb.2.55: impers., ἔμυζεν ἐν τῇ γαστρί Id.Epid.5.6: pf., μεμυζότε μυδαλέω τε Antim.90.

German (Pape)

[Seite 214] 1) mit geschlossenem Munde einen Laut hervorbringen, indem man den Athem heftig durch die Nase stößt, schnauben, stöhnen; Aesch. Eum. 117; μύζουσιν οἰκτισμὸν πολύν, 180; Ar. Thesm. 231 wird Einer, der μῦ μῦ gesagt hat, gefragt: τί μύζεις; was klagst du? Arist. vrbdt μύζων καὶ στένων, μύζει καὶ τριγμὸν ἀφίησι; Sp.; vgl. μύω. Bei Hippocr. heißt es auch τὰ σπλάγχνα μύζει u. πρὸς τὰ σπλάγχνα μύζει u. ἐμυσεν ἐν τῇ γαστρὶ ἰσχυρῶς. – 2) sa ug en, wie μυζάω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μύζω: (Α), μέλλ. μύξω Διογ. Λ. 10. 118· ἀόρ. ἔμυξα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 7, (ἴδε κατωτέρ. καὶ πρβλ. ἐπιμύζω). Κάμνω τὸν ἦχον, μὺ μῦ ἢ μυμῦ, βογγῶ μὲ τὰ χείλη κλεισμένα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 118· οἰκισμὸν μ., βογγῶ θλιβερῶς, αὐτόθι 189· ἐντεῦθεν πρὸς δήλωσιν δυσαρεσκείας, μουρμουρίζω, γογγύζω, ὡς τὸ μῦ λαλεῖν (ἴδε μῦ), Ἀριστοφ. Θεσμ. 231· - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ δελφίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, πρβλ. μυγμός· - καθόλου, γογγύζω, γουργουλίζω, τὰ σπλάγχνα μύζει Ἱππ. 480. 49, κτλ.· ἀπροσ., ἔμυσεν (ἔμυζεν;) ἐν τῇ γαστρὶ ὁ αὐτ. 1142Η· - τύπον τινὰ πρκμ. μεμυζότε μυδαλέω τε, μνημονεύει ἐκ τοῦ Ἀντιμ. ὁ Εὐστ. 1746. 19. Περὶ τῆς ῥίζης (ἴδε ἐν λέξ. μύω).

French (Bailly abrégé)

f. μύξω. ao. ἔμυξα, pf. inus.
serrer les lèvres :
1 grogner, gronder ; se murmurer à soi-même;
2 sucer.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. μῦ².