δόλιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δόλιος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀλκ. 35, Τρῳ. 530, κτλ.· -[[πανοῦργος]], [[ἀπατηλός]], [[δόλιος]], ἐν Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, π. χ. ἔπεα, [[τέχνη]] Ι. 282, Δ. 455· ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, τὸ [[δίκτυον]], Δ. 792· παρὰ μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, Πίνδ. Π. 2. 150, Αἰσχύλ. Ἀγ. 155, κτλ.· οὕτω, δόλιον ὄμμ’ ἔχων ὁ αὐτ. Πρ. 570· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φ. 133, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 142, Πλ. 1158· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεγαγεν. πεζοῖς, ὡς Ἀριστ. Ἀποσπ. 624, Πολύβ. 22. 17, 1. -Ἐπίρρ. -ίως, Βατραχομ. 93, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 387. 7, Ἑβδ.
|lstext='''δόλιος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀλκ. 35, Τρῳ. 530, κτλ.· -[[πανοῦργος]], [[ἀπατηλός]], [[δόλιος]], ἐν Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, π. χ. ἔπεα, [[τέχνη]] Ι. 282, Δ. 455· ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, τὸ [[δίκτυον]], Δ. 792· παρὰ μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, Πίνδ. Π. 2. 150, Αἰσχύλ. Ἀγ. 155, κτλ.· οὕτω, δόλιον ὄμμ’ ἔχων ὁ αὐτ. Πρ. 570· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φ. 133, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 142, Πλ. 1158· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεγαγεν. πεζοῖς, ὡς Ἀριστ. Ἀποσπ. 624, Πολύβ. 22. 17, 1. -Ἐπίρρ. -ίως, Βατραχομ. 93, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 387. 7, Ἑβδ.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />fourbe, rusé, trompeur ; artificieux ; <i>adv.</i> • δόλια, perfidement.<br />'''Étymologie:''' [[δόλος]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλιος Medium diacritics: δόλιος Low diacritics: δόλιος Capitals: ΔΟΛΙΟΣ
Transliteration A: dólios Transliteration B: dolios Transliteration C: dolios Beta Code: do/lios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Alc.33, Tr.530), LXXPs.51(52).6, etc. (lyr.): —

   A crafty, deceitful, treacherous, in Od. always of things, ἔπεα, τέχνη, 9.282, 4.455; ὁππότε . . δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν the treacherous circle, i. e. the net, 4.792; μῆνις A.Ag.155 (lyr.); of persons, Pi.P.2.82, etc.; δόλιον ὄμμ' ἔχων A.Pr.569; epith. of Aphrodite, B.16.116, E.Hel.238 (lyr.); of Hermes, S.Ph.133, Ar.Pl.1157; in later Prose, Plb.21.34.1; δ. χείλη LXX Pr.26.23; ἀνελεύθερος καὶ δ. Phld.Ir. p.60 W. Adv. -ίως Batr.93, Epigr.Gr.387.7 (Apamea), LXXJe.9.4 (3), D.L.9.35.

German (Pape)

[Seite 654] α, ον, att. auch 2 Endgn, δόλιος τέχνη Eur. Alc. 34, öfter; listig, schlau; Homer viermal, von Sachen: Odyss. 4, 792 δόλιον κύκλον, das Jägernetz oder ein Kreis, den die Personen der Jäger bilden; 4, 455 δολίης τέχνης; 4, 529 δολίην τέχνην; 9, 282 δολίοις ἐπέεσσιν; vgl. über den Accent Herodian. Scholl. Iliad. 5, 39 (der Eigenname Δολίος, das Adject. δόλιος); – Hes. Th. 160; ὄμμα Aesch. Prom. 569; πειθώ Ch. 715; Hermes, Ar. Plut. 1157; Soph. Phil. 133; Ὀδυσσεύς, ἀγυρτής, 604 O. R. 388; vgl. Ai. 47. Einzeln auch in Prosa, Xen. An. 1, 4, 7; Pol. 22, 17 u. Sp., wie δολιώτατος ἁνήρ Ios. – Adv., LXX., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀλκ. 35, Τρῳ. 530, κτλ.· -πανοῦργος, ἀπατηλός, δόλιος, ἐν Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, π. χ. ἔπεα, τέχνη Ι. 282, Δ. 455· ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, τὸ δίκτυον, Δ. 792· παρὰ μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, Πίνδ. Π. 2. 150, Αἰσχύλ. Ἀγ. 155, κτλ.· οὕτω, δόλιον ὄμμ’ ἔχων ὁ αὐτ. Πρ. 570· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φ. 133, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 142, Πλ. 1158· ὡσαύτως παρὰ μεγαγεν. πεζοῖς, ὡς Ἀριστ. Ἀποσπ. 624, Πολύβ. 22. 17, 1. -Ἐπίρρ. -ίως, Βατραχομ. 93, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 387. 7, Ἑβδ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
fourbe, rusé, trompeur ; artificieux ; adv. • δόλια, perfidement.
Étymologie: δόλος.