γλαυκῶπις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλαυκῶπις''': ἡ· γεν.-ιδος· αἰτ. -ιδα, ἀλλὰ καὶ -ιν Ὀδ. Α. 156·‒ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, οὐχὶ τοσοῦτον ἐκ τοῦ χρώματος, ὅσον ἐκ τῆς φοβερᾶς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῆς λάμψεως, ἡ ἀκτινοβολοῦντας ἔχουσα ὀφθαλμούς, ἴδε ἰδίως Ἰλ. Α. 206, Σχόλ. Βεν. εἰς Ε. 458, Ἡσύχ. ἐν λ.· ἐν Ἀνακρεοντ. 85, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μαλακότητα (τὸ ὑγρὸν) τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀφθαλμῶν, Παυσ. 1. 14, 6. ΙΙ. = [[γλαυκός]], ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Εὔφορ. Ἀποσπ. 140·‒ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἐμπεδ. παρὰ Πλούτ. 2. 934C, Εὐρ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1280.
|lstext='''γλαυκῶπις''': ἡ· γεν.-ιδος· αἰτ. -ιδα, ἀλλὰ καὶ -ιν Ὀδ. Α. 156·‒ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, οὐχὶ τοσοῦτον ἐκ τοῦ χρώματος, ὅσον ἐκ τῆς φοβερᾶς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῆς λάμψεως, ἡ ἀκτινοβολοῦντας ἔχουσα ὀφθαλμούς, ἴδε ἰδίως Ἰλ. Α. 206, Σχόλ. Βεν. εἰς Ε. 458, Ἡσύχ. ἐν λ.· ἐν Ἀνακρεοντ. 85, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μαλακότητα (τὸ ὑγρὸν) τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀφθαλμῶν, Παυσ. 1. 14, 6. ΙΙ. = [[γλαυκός]], ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Εὔφορ. Ἀποσπ. 140·‒ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἐμπεδ. παρὰ Πλούτ. 2. 934C, Εὐρ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1280.
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />aux yeux brillants (Athéna) ; <i>subst.</i> la déesse aux yeux brillants.<br />'''Étymologie:''' [[γλαυκός]], [[ὤψ]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκῶπις Medium diacritics: γλαυκῶπις Low diacritics: γλαυκώπις Capitals: ΓΛΑΥΚΩΠΙΣ
Transliteration A: glaukō̂pis Transliteration B: glaukōpis Transliteration C: glafkopis Beta Code: glaukw=pis

English (LSJ)

ἡ, gen. ιδος: acc. ιδα, also ιν Od.1.156:—in Hom., epith. of Athena, prob.,

   A with gleaming eyes, Il.1.206, al., cf. IG12.418, Sch. Ven.ad 5.458, Hsch.    II = γλαυκός, of the olive, Euph.150; of the moon, Emp.42.3, E.Fr. 1009.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκῶπις: ἡ· γεν.-ιδος· αἰτ. -ιδα, ἀλλὰ καὶ -ιν Ὀδ. Α. 156·‒ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, οὐχὶ τοσοῦτον ἐκ τοῦ χρώματος, ὅσον ἐκ τῆς φοβερᾶς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῆς λάμψεως, ἡ ἀκτινοβολοῦντας ἔχουσα ὀφθαλμούς, ἴδε ἰδίως Ἰλ. Α. 206, Σχόλ. Βεν. εἰς Ε. 458, Ἡσύχ. ἐν λ.· ἐν Ἀνακρεοντ. 85, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μαλακότητα (τὸ ὑγρὸν) τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀφθαλμῶν, Παυσ. 1. 14, 6. ΙΙ. = γλαυκός, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Εὔφορ. Ἀποσπ. 140·‒ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἐμπεδ. παρὰ Πλούτ. 2. 934C, Εὐρ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1280.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
aux yeux brillants (Athéna) ; subst. la déesse aux yeux brillants.
Étymologie: γλαυκός, ὤψ.