εὑρίσκω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὑρίσκω''': παρατ. ηὕρισκον ἢ εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68, Φιλ. 283, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ., κλ.: μέλλ. [[εὑρήσω]] Ὁμ. Ὕμν., Ἀττ.: ἀόρ. β΄ [[εὗρον]] Ὅμηρ., κλ.· Ἀττ. ηὗρον ἢ [[εὗρον]] Εὐρ. Μήδ. 553, κτλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. εὑρέμεναι Ὅμ.: ἀόρ. α΄ εὕρησα παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Μανέθωνι 5. 137: πρκμ. [[εὕρηκα]] Σοφ., κλ.: - Μέσ.: μέλλ. εὑρήσομαι Ἡρόδ. 9. 6. Λυσ., κλ.: ἀόριστ. β΄ εὑρόμην Ὅμηρ, Ἀττικ., ηὑρόμην ἢ εὑρόμην Ἀσχύλ. Πρ. 267. Θουκυδίδ. 1. 58: [[ἀόριστος]] α΄ [[εὑράμην]] Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 3 Gaisf., Διονύσ. Ἁλ. 13. 11, Ἀνθ. Π. 9. 29, παράρτημ. 274, πρβλ. Wolf. Λεπτ. σ. 216: - Παθ.: μέλλ. εὑρεθήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 108, Εὐρ. Ι. Α. 1105, Ἰσοκρ. 196Ε: ἀλλ. [[ὡσαύτως]] μέσ. ([[μετὰ]] παθ. σημασ.) εὑρήσομαι Ξεν. Ἀν. 5. 8, 22: ἀόρ. εὑρέθην Σοφ. Αἴ. 1135, Ἀριστοφ. Θεσμ. 521, Θουκ. 6. 31: πρκμ. ηὕρημαι ἢ εὕρημαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 743, Σοφ. Τρ. 1075, Εὐρ., κλ. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] ἀόρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 158, [[ἔνθα]]: ἔθ’ [[εὑρίσκω]] [[εἶναι]] πιθ. γραφ. ἀντὶ [[ἐφευρίσκω]] καὶ εἰσήχθη ἤδη εἰς τὰς ἀρίστας ἐκδόσεις τοῦ Ὁμήρου)· ὁ μέλλων εὕρηται: ἐν. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 202. Οἱ μετ’ αὐξήσεως τύποι διὰ τοῦ ηὑ- προτιμῶνται ὑπὸ Ἐλμσλ., Βεκκήρου καὶ Δινδορφίου ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τῶν Ἀττ. ποιητῶν καὶ πεζογράφων, ἴδε Veitch Ἑλληνικὰ Ρήματα ἐν λέξει. Εὑρίσκω· εὗρεν δ’ [[εὐρύοπα]] Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων Ἰλ. Α. 498, κτλ.· [[εὕρημα]] εὑρίσκειν, ἴδε ἐν λ. [[εὕρημα]]. 2) [[μετὰ]] μετοχ., [[εὑρίσκω]] ὅτι.., εὕρισκε Λακεδαιμονίους... προέχοντας Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. 1. 5· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἢν εὑρεθῇς [[δίκαιος]] ὤν Σοφ. Τρ. 411, πρβλ. Ο. Τ. 839, Ο. Κ. 946: - ἡ μετοχὴ [[ἐνίοτε]] παραλείπεται: εὑρίσκειν θεοὺς κακοὺς (ἐξυπ. ὄντας) ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 452· εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (ἐξυπ. [[ὄντα]]) Θουκ. 5. 26· [[θῆλυς]] εὕρημαι (δήλ. ὢν) Σοφ. Τρ, 1075· [[ἄνους]] εὑρέθη ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 763. 3) μετ’ ἀπαρ., βουλευόμενος (ὁ [[Κῦρος]]) εὕρισκε πρῆγμά οἱ [[εἶναι]] ἐλαύνειν... ἐπὶ τᾶς Σάρδις, ὅτι δι’ αὐτὸν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ κάμῃ ἦτο νὰ ἐλάσῃ κατὰ τῶν Σάρδεων, Ἡρόδ. 1, 79· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, εὑρίσκεται (εὕρισκὲ τε Schäf) [[ταῦτα]] καιριώτατα [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 125. 4) εὑρ. [[ὅπως]]…, [[εὑρίσκω]] διὰ τίνων μέσων…, Θουκ. 7. 67: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, μετ’ ἀπαρ., [[ἀνευρίσκω]], [[ἀνακαλύπτω]] πῶς νὰ..., ηὕρετο... παύειν Εὐρ. Μήδ. 196. ΙΙ. [[ἀνευρίσκω]], [[ἀνακαλύπτω]], οὐδὲ τί [[μῆχος]] εὑρέμεναι δυνάμεσθα Ὀδ. Μ. 393· οὐδὲ τί [[τέκμωρ]] εὑρέμεναι δύνασαι Δ. 374, πρβλ. Ἰλ. Η. 30, Ι. 48· εὑρ. ὁδὸν Πινδ. Π. 10. 49· ἐξ ἀμηχάνων πόρους Αἰσχύλ. Πρ. 59· μηχανὴν σωτηρίας ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 209· πημάτων ἄρηξιν Σοφ. Ἠλ. 875. τινὰ ἐμοῦ βελτίονα Ἀριστοφ. Πλ. 104, κτλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., εὕρετο [[τέκμωρ]] Ἰλ. Π. 472· Αὐτόλυκ’, αὐτὸς νῦν ὄνομ’ εὕρεο, [[ὅττι]] κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ, σὺ αὐτὸς φρόντισον νῦν νὰ εὕρῃς τί [[ὄνομα]] θὰ βάλῃς εἰς τὸν ἀγαπητὸν παῖδα τῆς θυγατρός σου, Ὀδ. Τ. 403· εἴ τιν’ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν... εὑροίμην Ι. 421. ΙΙΙ. ἐπινοῶ, [[ἐφευρίσκω]] ὀχήματα Αἰσχύλ. Πρ. 468, κτλ.· πρόφασιν Ἀντιφῶν 9. - Μέσ., τὰ δ’ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται, τὰ ἔργα γίνονται λόγοι, δηλ, ὁμιλοῦσιν [[ὑπὲρ]] ἑαυτῶν, Σοφ. Ἠλ. 625. IV. [[εὑρίσκω]], κτῶμαι, ἀρετάν, δόξαν Πινδ. Ο. 7. 163, Π. 2. 716· φίλους Σοφ. Ἀποσπ. 109 ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 284, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1107· δεινά δ’ εὑρουσᾶν πρὸς [[αὐθαίμων]] [[πάθη]] Σοφ. Ο. Κ. 1078· ἀφ’ ὧν ὄνασιν εὕρωσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1061· εὑρ. τινί τι, Πλάτ. Πρωτ. 321D· εὑρίσκεις δὲ μητρὶ πῶς φόνον; τί σχέδιον ἔχεις διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός σου; Εὐρ. Ἠλ. 650. - Μέσ., [[εὑρίσκω]] ἢ [[ἐπιφέρω]] εἰς ἐμαυτόν, κακὸν εὑρετο Ὀδ. Φ. 304· (οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ Ω. 262)· αὐτὸς εὑρόμην πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 267· μοῖραν εὕρετ’ ἀσφαλῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1588, πρβλ. Θήβ. 879· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., μέγα [[πένθος]] εὕρηται Σοφ. Αἴ. 615· εὑρήσεται τιμωρίην Ἡρόδ. 3. 148, πρβλ. 9. 6, 26, κτλ.· [[κλέος]], τιμὰν Πινδ. Π. 3. 196, κτλ.· ἄδειαν εὑρέσθαι Ἀνδοκ. 3. 14· ἀτέλειαν Δημ. 457. 9· εὑρίσκεσθαι ὠφέλειαν ἀπό τινος Θουκ. 1. 31· τι [[παρά]] τινος Λυσ. 130. 31· εὑρ. [[παρά]] τινος, μετ’ ἀπαρ., [[ἐπιτυγχάνω]] [[παρά]] τινος νὰ..., Ἡρόδ. 9. 28· εὑρ. δεηθέντες Λυσ. 141. 25. V. ἰδίως ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., [[εὑρίσκω]] τιμήν, [[μετὰ]] δέ, [[ὅκως]] αὕτη εὑροῦσα πολλὸν [[χρυσίον]] πρηθείη, [[ἄλλην]] ἀνεκήρυσσε, [[μετὰ]] δέ, ὅτε αὕτη εὑροῦσα καλὴν τιμὴν ἐπωλεῖτο, [[ἄλλην]] ἀνεκήρυττεν, ὁ κήρυξ, Ἡρόδ. 1. 196· εὗρε πλέον ἢ [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα Ξεν. Ἑλλ. 3. 4. 24, πρβλ. Πόρους 4. 40· [[οἰκία]] εὑρίσκουσα δισχιλίας (ἐξυπ. δραχμὰς) Ἰσαῖος 72. 39· [[ὅταν]] τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῇ καὶ ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος, [[ὅταν]] τις πωλῇ κακὸν δοῦλον καὶ τὸν δίδῃ εἰς τὴν τυχοῦσαν τιμήν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 5· οὕτω, τοῦ εὑρίσκοντος Αἰσχίν. 13, 41· καὶ πωλῶν τι μὴ λέγειν τοῖς ὠνουμένοις, πόσου ἂν ἀποδοῖτο, ἀλλ’ ἐρωτᾶν, τί εὑρίσκει, τί τιμὴν νομίζεις θὰ εὕρῃ, τί τιμὴν νομίζεις θὰ πιάσῃ, Θεοφρ. Χαρακτ. 15, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ.
|lstext='''εὑρίσκω''': παρατ. ηὕρισκον ἢ εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68, Φιλ. 283, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ., κλ.: μέλλ. [[εὑρήσω]] Ὁμ. Ὕμν., Ἀττ.: ἀόρ. β΄ [[εὗρον]] Ὅμηρ., κλ.· Ἀττ. ηὗρον ἢ [[εὗρον]] Εὐρ. Μήδ. 553, κτλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. εὑρέμεναι Ὅμ.: ἀόρ. α΄ εὕρησα παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Μανέθωνι 5. 137: πρκμ. [[εὕρηκα]] Σοφ., κλ.: - Μέσ.: μέλλ. εὑρήσομαι Ἡρόδ. 9. 6. Λυσ., κλ.: ἀόριστ. β΄ εὑρόμην Ὅμηρ, Ἀττικ., ηὑρόμην ἢ εὑρόμην Ἀσχύλ. Πρ. 267. Θουκυδίδ. 1. 58: [[ἀόριστος]] α΄ [[εὑράμην]] Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 3 Gaisf., Διονύσ. Ἁλ. 13. 11, Ἀνθ. Π. 9. 29, παράρτημ. 274, πρβλ. Wolf. Λεπτ. σ. 216: - Παθ.: μέλλ. εὑρεθήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 108, Εὐρ. Ι. Α. 1105, Ἰσοκρ. 196Ε: ἀλλ. [[ὡσαύτως]] μέσ. ([[μετὰ]] παθ. σημασ.) εὑρήσομαι Ξεν. Ἀν. 5. 8, 22: ἀόρ. εὑρέθην Σοφ. Αἴ. 1135, Ἀριστοφ. Θεσμ. 521, Θουκ. 6. 31: πρκμ. ηὕρημαι ἢ εὕρημαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 743, Σοφ. Τρ. 1075, Εὐρ., κλ. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] ἀόρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 158, [[ἔνθα]]: ἔθ’ [[εὑρίσκω]] [[εἶναι]] πιθ. γραφ. ἀντὶ [[ἐφευρίσκω]] καὶ εἰσήχθη ἤδη εἰς τὰς ἀρίστας ἐκδόσεις τοῦ Ὁμήρου)· ὁ μέλλων εὕρηται: ἐν. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 202. Οἱ μετ’ αὐξήσεως τύποι διὰ τοῦ ηὑ- προτιμῶνται ὑπὸ Ἐλμσλ., Βεκκήρου καὶ Δινδορφίου ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τῶν Ἀττ. ποιητῶν καὶ πεζογράφων, ἴδε Veitch Ἑλληνικὰ Ρήματα ἐν λέξει. Εὑρίσκω· εὗρεν δ’ [[εὐρύοπα]] Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων Ἰλ. Α. 498, κτλ.· [[εὕρημα]] εὑρίσκειν, ἴδε ἐν λ. [[εὕρημα]]. 2) [[μετὰ]] μετοχ., [[εὑρίσκω]] ὅτι.., εὕρισκε Λακεδαιμονίους... προέχοντας Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. 1. 5· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἢν εὑρεθῇς [[δίκαιος]] ὤν Σοφ. Τρ. 411, πρβλ. Ο. Τ. 839, Ο. Κ. 946: - ἡ μετοχὴ [[ἐνίοτε]] παραλείπεται: εὑρίσκειν θεοὺς κακοὺς (ἐξυπ. ὄντας) ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 452· εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (ἐξυπ. [[ὄντα]]) Θουκ. 5. 26· [[θῆλυς]] εὕρημαι (δήλ. ὢν) Σοφ. Τρ, 1075· [[ἄνους]] εὑρέθη ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 763. 3) μετ’ ἀπαρ., βουλευόμενος (ὁ [[Κῦρος]]) εὕρισκε πρῆγμά οἱ [[εἶναι]] ἐλαύνειν... ἐπὶ τᾶς Σάρδις, ὅτι δι’ αὐτὸν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ κάμῃ ἦτο νὰ ἐλάσῃ κατὰ τῶν Σάρδεων, Ἡρόδ. 1, 79· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, εὑρίσκεται (εὕρισκὲ τε Schäf) [[ταῦτα]] καιριώτατα [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 125. 4) εὑρ. [[ὅπως]]…, [[εὑρίσκω]] διὰ τίνων μέσων…, Θουκ. 7. 67: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, μετ’ ἀπαρ., [[ἀνευρίσκω]], [[ἀνακαλύπτω]] πῶς νὰ..., ηὕρετο... παύειν Εὐρ. Μήδ. 196. ΙΙ. [[ἀνευρίσκω]], [[ἀνακαλύπτω]], οὐδὲ τί [[μῆχος]] εὑρέμεναι δυνάμεσθα Ὀδ. Μ. 393· οὐδὲ τί [[τέκμωρ]] εὑρέμεναι δύνασαι Δ. 374, πρβλ. Ἰλ. Η. 30, Ι. 48· εὑρ. ὁδὸν Πινδ. Π. 10. 49· ἐξ ἀμηχάνων πόρους Αἰσχύλ. Πρ. 59· μηχανὴν σωτηρίας ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 209· πημάτων ἄρηξιν Σοφ. Ἠλ. 875. τινὰ ἐμοῦ βελτίονα Ἀριστοφ. Πλ. 104, κτλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., εὕρετο [[τέκμωρ]] Ἰλ. Π. 472· Αὐτόλυκ’, αὐτὸς νῦν ὄνομ’ εὕρεο, [[ὅττι]] κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ, σὺ αὐτὸς φρόντισον νῦν νὰ εὕρῃς τί [[ὄνομα]] θὰ βάλῃς εἰς τὸν ἀγαπητὸν παῖδα τῆς θυγατρός σου, Ὀδ. Τ. 403· εἴ τιν’ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν... εὑροίμην Ι. 421. ΙΙΙ. ἐπινοῶ, [[ἐφευρίσκω]] ὀχήματα Αἰσχύλ. Πρ. 468, κτλ.· πρόφασιν Ἀντιφῶν 9. - Μέσ., τὰ δ’ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται, τὰ ἔργα γίνονται λόγοι, δηλ, ὁμιλοῦσιν [[ὑπὲρ]] ἑαυτῶν, Σοφ. Ἠλ. 625. IV. [[εὑρίσκω]], κτῶμαι, ἀρετάν, δόξαν Πινδ. Ο. 7. 163, Π. 2. 716· φίλους Σοφ. Ἀποσπ. 109 ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 284, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1107· δεινά δ’ εὑρουσᾶν πρὸς [[αὐθαίμων]] [[πάθη]] Σοφ. Ο. Κ. 1078· ἀφ’ ὧν ὄνασιν εὕρωσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1061· εὑρ. τινί τι, Πλάτ. Πρωτ. 321D· εὑρίσκεις δὲ μητρὶ πῶς φόνον; τί σχέδιον ἔχεις διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός σου; Εὐρ. Ἠλ. 650. - Μέσ., [[εὑρίσκω]] ἢ [[ἐπιφέρω]] εἰς ἐμαυτόν, κακὸν εὑρετο Ὀδ. Φ. 304· (οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ Ω. 262)· αὐτὸς εὑρόμην πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 267· μοῖραν εὕρετ’ ἀσφαλῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1588, πρβλ. Θήβ. 879· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., μέγα [[πένθος]] εὕρηται Σοφ. Αἴ. 615· εὑρήσεται τιμωρίην Ἡρόδ. 3. 148, πρβλ. 9. 6, 26, κτλ.· [[κλέος]], τιμὰν Πινδ. Π. 3. 196, κτλ.· ἄδειαν εὑρέσθαι Ἀνδοκ. 3. 14· ἀτέλειαν Δημ. 457. 9· εὑρίσκεσθαι ὠφέλειαν ἀπό τινος Θουκ. 1. 31· τι [[παρά]] τινος Λυσ. 130. 31· εὑρ. [[παρά]] τινος, μετ’ ἀπαρ., [[ἐπιτυγχάνω]] [[παρά]] τινος νὰ..., Ἡρόδ. 9. 28· εὑρ. δεηθέντες Λυσ. 141. 25. V. ἰδίως ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., [[εὑρίσκω]] τιμήν, [[μετὰ]] δέ, [[ὅκως]] αὕτη εὑροῦσα πολλὸν [[χρυσίον]] πρηθείη, [[ἄλλην]] ἀνεκήρυσσε, [[μετὰ]] δέ, ὅτε αὕτη εὑροῦσα καλὴν τιμὴν ἐπωλεῖτο, [[ἄλλην]] ἀνεκήρυττεν, ὁ κήρυξ, Ἡρόδ. 1. 196· εὗρε πλέον ἢ [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα Ξεν. Ἑλλ. 3. 4. 24, πρβλ. Πόρους 4. 40· [[οἰκία]] εὑρίσκουσα δισχιλίας (ἐξυπ. δραχμὰς) Ἰσαῖος 72. 39· [[ὅταν]] τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῇ καὶ ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος, [[ὅταν]] τις πωλῇ κακὸν δοῦλον καὶ τὸν δίδῃ εἰς τὴν τυχοῦσαν τιμήν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 5· οὕτω, τοῦ εὑρίσκοντος Αἰσχίν. 13, 41· καὶ πωλῶν τι μὴ λέγειν τοῖς ὠνουμένοις, πόσου ἂν ἀποδοῖτο, ἀλλ’ ἐρωτᾶν, τί εὑρίσκει, τί τιμὴν νομίζεις θὰ εὕρῃ, τί τιμὴν νομίζεις θὰ πιάσῃ, Θεοφρ. Χαρακτ. 15, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ηὕρισκον, <i>f.</i> [[εὑρήσω]], <i>ao.2</i> ηὗρον, <i>pf.</i> ηὕρηκα;<br /><i>Pass. f.</i> εὑρεθήσομαι, <i>ao.</i> ηὑρέθην, <i>pf.</i> ηὕρημαι;<br />trouver, <i>càd</i> :<br /><b>I.</b> rencontrer, trouver par hasard;<br /><b>II.</b> trouver en cherchant :<br /><b>1</b> découvrir : εὗρεν Κρονίδην [[ἄτερ]] ἥμενον ἄλλων IL elle trouva le fils de Cronos assis à l’écart loin des autres;<br /><b>2</b> imaginer, inventer;<br /><b>3</b> trouver après réflexion, reconnaître après examen : ἢν εὑρεθῇς μὴ [[δίκαιος]] [[ὤν]] SOPH s’il est reconnu que tu n’as pas été juste ; [[ἄνους]] ηὑρέθη SOPH on a reconnu qu’il avait perdu la raison ; avec une prop. inf., avec [[ὅπως]] <i>ou</i> [[ὥστε]], reconnaître que, juger que;<br /><b>4</b> trouver, rencontrer, obtenir <i>en b. et en mauv. part</i> : εὑρ. δεινὰ πρὸς [[αὐθαίμων]] [[πάθη]] SOPH recevoir un traitement cruel de ceux qui (nous) sont liés par le sang ; [[εὑρεῖν]] πολλὸν [[χρυσίον]] HDT trouver un bon prix, <i>litt.</i> une grosse somme d’or (d’un objet qu’on vend) ; ἀποδίδοσθαι [[τοῦ]] εὑρόντος XÉN vendre pour le prix qu’on trouve, à tout prix;<br /><i><b>Moy.</b></i> εὑρίσκομαι (<i>f.</i> εὑρήσομαι, <i>ao.2</i> [[εὑρόμην]], <i>postér. ao.</i> [[εὑράμην]] <i>ou</i> [[ηὑράμην]], <i>pf.</i> εὕρημαι);<br /><b>1</b> trouver, rencontrer : τὰ δ’ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται SOPH <i>litt.</i> tes actions rencontrent mes paroles, ta conduite (envers moi) provoque mes paroles, explique mon langage;<br /><b>2</b> trouver, découvrir : τιν’ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν OD un moyen de sauver de la mort ses compagnons;<br /><b>3</b> se procurer à soi-même : [[κακόν]] OD être cause pour soi-même d’un mal ; ὠφέλειαν [[ἀπό]] τινος THC obtenir assistance de qqn ; εὑρ. [[παρά]] τινος avec un inf. HDT obtenir de qqn que, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. certaine.
}}
}}