λεσχάζω: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεσχάζω''': ([[λέσχη]]) [[λεσχηνεύω]], πολυλογῶ, μωρολογῶ, κακὰ λ. Θέογν. 613· οὕτω λεσχαίνω, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 54, Καλλ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9. | |lstext='''λεσχάζω''': ([[λέσχη]]) [[λεσχηνεύω]], πολυλογῶ, μωρολογῶ, κακὰ λ. Θέογν. 613· οὕτω λεσχαίνω, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 54, Καλλ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=causer, converser, bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[λέσχη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
(λέσχη)
A prate, chatter, κακὰ λ. Thgn.613.
German (Pape)
[Seite 32] schwatzen, plaudern, Theogn. 613.
Greek (Liddell-Scott)
λεσχάζω: (λέσχη) λεσχηνεύω, πολυλογῶ, μωρολογῶ, κακὰ λ. Θέογν. 613· οὕτω λεσχαίνω, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 54, Καλλ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9.
French (Bailly abrégé)
causer, converser, bavarder.
Étymologie: λέσχη.