ἐντευκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντευκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, [[εὐπρόσιτος]], [[εὐπροσήγορος]], Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. [[ἱκετευτικός]], [[ἱκετήριος]], Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α. | |lstext='''ἐντευκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, [[εὐπρόσιτος]], [[εὐπροσήγορος]], Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. [[ἱκετευτικός]], [[ἱκετήριος]], Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />que l’on peut aborder facilement, d’un commerce facile.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντυγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A affable, Plu.Alc.13, 2.9f.
German (Pape)
[Seite 855] ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντευκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, εὐπρόσιτος, εὐπροσήγορος, Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. ἱκετευτικός, ἱκετήριος, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l’on peut aborder facilement, d’un commerce facile.
Étymologie: ἐντυγχάνω.