ἴγδις: Difference between revisions
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴγδις''': ἡ, [[θυεία]], [[ἰγδίον]], «γουδί», Σόλων 38, Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 13. 904, Ἀνθ. Π. 9. 642· μνημονεύεται ὡς ἄχρηστον ἀντὶ [[θυεία]] ὑπὸ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἐν Ἱππ. 635. 34, Γεωπ. 9. 26, 4, ὑπάρχει ὁ [[τύπος]] ἴγδη, [[ὅστις]] [[ἴσως]] πρέπει νὰ διορθωθῇ: ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 165, [[Πολυδ]]. Γ΄, 103. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀρχήσεως, γύναι, [[πρός]] αὐλόν ἦλθες· ὀρχήσει [[πάλιν]] ἴγδιν Ἀντιφάνης ἐν «Κοροπλάθῳ»1. | |lstext='''ἴγδις''': ἡ, [[θυεία]], [[ἰγδίον]], «γουδί», Σόλων 38, Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 13. 904, Ἀνθ. Π. 9. 642· μνημονεύεται ὡς ἄχρηστον ἀντὶ [[θυεία]] ὑπὸ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἐν Ἱππ. 635. 34, Γεωπ. 9. 26, 4, ὑπάρχει ὁ [[τύπος]] ἴγδη, [[ὅστις]] [[ἴσως]] πρέπει νὰ διορθωθῇ: ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 165, [[Πολυδ]]. Γ΄, 103. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀρχήσεως, γύναι, [[πρός]] αὐλόν ἦλθες· ὀρχήσει [[πάλιν]] ἴγδιν Ἀντιφάνης ἐν «Κοροπλάθῳ»1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ἡ) :<br /><b>1</b> mortier à piler;<br /><b>2</b> sorte de danse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἴγδη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mortar, Sol.39, Damocr. ap. Gal.14.130, Dsc.5.89,AP 9.642 (Agath.): cited as obsol. for θυεία by S.E.M.1.234:—the form ἴγδη in Hdn.Gr.2.523, Hp.Mul.1.103, Gal. l.c., Ps.-Democr.Alch. p.55 B. is prob. incorrect. II = sq., Antiph.127, Com.Adesp.140. (Cf. Lat. ico.)
German (Pape)
[Seite 1235] ιος, ἡ, altatt. = ἴγδη, Lob. zu Phryn. p. 165; Agath. 53 (IX, 642); vgl. Ath. IX, 406 a. – Eine Art Tanz, Antiphan. com. bei Poll. 10, 103.
Greek (Liddell-Scott)
ἴγδις: ἡ, θυεία, ἰγδίον, «γουδί», Σόλων 38, Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 13. 904, Ἀνθ. Π. 9. 642· μνημονεύεται ὡς ἄχρηστον ἀντὶ θυεία ὑπὸ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἐν Ἱππ. 635. 34, Γεωπ. 9. 26, 4, ὑπάρχει ὁ τύπος ἴγδη, ὅστις ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ: ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 165, Πολυδ. Γ΄, 103. ΙΙ. εἶδος ὀρχήσεως, γύναι, πρός αὐλόν ἦλθες· ὀρχήσει πάλιν ἴγδιν Ἀντιφάνης ἐν «Κοροπλάθῳ»1.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
1 mortier à piler;
2 sorte de danse.
Étymologie: cf. ἴγδη.