ἐλλοχάω: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλοχάω''': μέλλ. -ήσω, ([[λόχος]]) [[ἐνεδρεύω]], Πλάτ. Θεαίτ. 165 D˙ [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Φαλάρ. Ἐπιστ. 5. ΙΙ παραμονεύω, ὦ Ἡράκλεις, τουτὶ τί ἦν; [[Σωκράτης]] [[οὗτος]]; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῡθα κατέκεισο; Πλάτ. Συμπ. 213B, Αἰλ. Π. Ζ. 6. 4. ΙΙΙ Παθ., ἐλλοχᾶσθαι κακοῑς, [[εἶναι]] πλήρη κακῶν, Ἀλκίφρ. 2. 3.
|lstext='''ἐλλοχάω''': μέλλ. -ήσω, ([[λόχος]]) [[ἐνεδρεύω]], Πλάτ. Θεαίτ. 165 D˙ [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Φαλάρ. Ἐπιστ. 5. ΙΙ παραμονεύω, ὦ Ἡράκλεις, τουτὶ τί ἦν; [[Σωκράτης]] [[οὗτος]]; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῡθα κατέκεισο; Πλάτ. Συμπ. 213B, Αἰλ. Π. Ζ. 6. 4. ΙΙΙ Παθ., ἐλλοχᾶσθαι κακοῑς, [[εἶναι]] πλήρη κακῶν, Ἀλκίφρ. 2. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tendre un piège : τινα à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λόχος]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλοχάω Medium diacritics: ἐλλοχάω Low diacritics: ελλοχάω Capitals: ΕΛΛΟΧΑΩ
Transliteration A: ellocháō Transliteration B: ellochaō Transliteration C: ellochao Beta Code: e)lloxa/w

English (LSJ)

   A lie in ambush (λόχος), Pl.Tht.165d:—Med., Phalar.Ep. 5.    II lie in wait for, τινά Pl.Smp.213b, Ael.NA6.4.    III Pass., ἐλλοχᾶσθαι κακοῖς to be filled with lurking mischiefs, Alciphr. 2.3.

German (Pape)

[Seite 801] im Hinterhalte liegen u. den Vorübergehenden auflauern, übh. nachstellen, τινά; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῦθα κατάκεισο Plat. Conv. 213 b; Ael. H. A. 6, 4 u. a. Sp.; – pass., Νείλου ἐλλοχωμένου τοσούτοις κακοῖς, in dem so viele Uebel (Thiere) versteckt lauern, Alciphr. 2, 3. – Med., im Hinterhalte liegen, versteckt sein, Phalar. ep. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλοχάω: μέλλ. -ήσω, (λόχος) ἐνεδρεύω, Πλάτ. Θεαίτ. 165 D˙ οὕτως, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Φαλάρ. Ἐπιστ. 5. ΙΙ παραμονεύω, ὦ Ἡράκλεις, τουτὶ τί ἦν; Σωκράτης οὗτος; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῡθα κατέκεισο; Πλάτ. Συμπ. 213B, Αἰλ. Π. Ζ. 6. 4. ΙΙΙ Παθ., ἐλλοχᾶσθαι κακοῑς, εἶναι πλήρη κακῶν, Ἀλκίφρ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tendre un piège : τινα à qqn.
Étymologie: ἐν, λόχος.